Πέμπτη 15 Μαΐου 2014




ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ

122

ΒΑΣΤΑ ΒΑΡΗ ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΒΑΣΤΑ

Κρεουργός λέξεων
εκδοροσφαγέας νοημάτων
αρχηγός συμμορίας
λεηλατούντων
φτωχούς τω πνεύματι
εν αδυναμία διατελούντων
να περισώσουν την  πατρώα γη
τιμαλφή και ενθυμήματα
παλαιά και νωπά αγάλματα
ένδοξα ξίφη ακόντια
ασπίδες ριγμένες σωρό
και το ποτό των αθανάτων.

Σφόδρα ταράχτηκε
ο άρχων
ακούσας το κάλεσμα
του σκοτεινού βαρκάρη
και πριν η σάλπιγγα
ηχήσει δεύτερη φορά
το μοιρολόι της άνοιξης
εν  σπουδή  απέδρασε
«Να σώσω την ψυχή μου
πρέπει ή ότι απέμεινε από αυτήν».
Μονολογών
με ένα φως
σκουριασμένο στο βλέμμα
απήλθε του βασιλείου του
του εν κόσμο ζόφου.

Φωνές παράξενες
από το πλήθος των μυριάδων
ταραγμένων πλιατσικολόγων
συνόδευαν  τη φυγή του
ευειδή στην ακοή τους
ευκολοχώνευτα στη νόηση τους.

Ευί ευάν, ουαί
«Αλφα Βαμάχθα Ραμάχθα
Σαβάχθα Μπάάάχθα
 – Μπάχθα – Μπάχθα.
 Αλφα Βαμάχθα Ραμάχθα
Σαβάχθα Μπάάάχθα

Κατέστη αδύνατον να εννοήσω
την επαναλαμβανομένην  φράσην,
ουδέ εξήγαγον συμπέρασμα τι.
Επρόκειτο  περί προσευχής, ευχής,
 νουθεσίας ή κατάρας;
Άγνωστον δι’ εμέ.

Πλην   όμως εκείνος ακούων
κελεύσματα που δεν άκουγαν οι άλλοι
ορών οράματα που δεν έβλεπαν
κλώτσησε τον κύβον
έμπροσθέν του και ανεχώρησε
εις χώραν έρημον
όπου δεν ανθεί τραγούδι
όπου δεν στάζει δροσιά
όπου δεν υπάρχει εναλλαγή
χρωμάτων ή τοπίων
παρά το μονότονο χρώμα
πυρακτωμένης λάβας
στο βασίλειο των σκορπιών
στο αραξοβόλι της σαύρας
απεκδύθηκε τα βαριά του ρούχα
ότι πολλή φλόγα τον τριγύριζε.

Νήστεψε από λέξεις 
πείνασε από νοήματα
συρρικνώθηκε εις εαυτόν
χρόνους  μετά αισθάνθηκε
πως ωρίμασε εντός του.
«Θα σώσω τον λαό  μου» είπε.
Με την βακτηρία
τρίτο πόδι γερό
ρακένδυτα ξεσκλίδια
να τον καλύπτουν
μετά από σαράντα μέρες
χρόνια ή αιώνες
τα όσα συνέβησαν
η ασθενής μνήμη μου
αδυνατεί να προσκυρώσει 
από το όρος στο βουνό
απ’ το βουνό στο λόφο
από το  λόφο στο πρανές
μακρόθεν
με αναγαλλιασμένο δάκρυ
εύχαρις αντίκρισε στην πατρίδα
ανωθρώσκοντα καπνόν.

Αγνώριστος σε όλους
το ίδιο άγνωστους
ο ίδιος έβλεπε τους υπηκόους του
γραμματικούς ή άλλους
έκπαλαι αυλοκόλακες
τάχα φίλους γκαρδιακούς
του πετούσαν ξεροκόμματα
για σκύλους και τον χλεύαζαν.

Οπλισμένος το χρυσάφι της υπομονής
δεν κραύγασε  δεν θύμωσε 
δεν είπε λέξη
ασκημένος στη μόνωση
περήφανος στην όψη
είδε χειρότερη  επιστροφή
από τον ονειρεμένο νόστο
δάκρυσε μέσα του αλλά
θησαύριζε άλλο πλούτο
ξεχασμένων νοημάτων.

Πήγε ικέτης στο ναό
ότι ήλθε του καιρού το γύρισμα
έλεος να χορτάσει
εγκρατής ατάραχος σοφός
ότι αυτός γνώρισε
και τις δυο πλευρές του φεγγαριού
μαυρίλα από δω
σκότος από την άλλη
δεν τον άγγιζε πλέον
το καμίνι αυτού του κόσμου.

Όμως επαναστάτησε
το εσώτερο είναι του
τρεμάμενη η βακτηρία
αγωνιωδώς τον συγκρατούσε
αποφεύγοντας
τον πάταγο της πτώσης.
Πληρώθηκε καθώς το άξιζε
με γνώση μισερή
ανάξια σοφία
αστραπηδόν ξεδίπλωσε
ορθάνοιχτα τα μάτια
στους ιερείς που κλέβανε
τα δώρα των θεών
τάματα δώρα για νεκρούς
ή για σωσμένους 
τα σφάγια τον άκρατο τον οίνο.

Στην πόλη άλλη πίκρα
σφοδρότερη της πρώτης
τους  άρχοντες
να χτίζουνε παλάτια είδε
κλέβοντας  βιος ανθρώπων
αρρώστων και ημιθανών
αθέρμαντων  πεινόντων.

Είδε και τι δεν είδε
το σκυλολόι των φρουρών
να καίνε σαν λαμπάδες γιορτινές
παιδιά γυναίκες γέρους
σε φούρνους σε καμίνια
είδε τους σκλάβους των αρχόντων
χορτάτους ευπρεπείς
λαφυραγωγούς καλοντυμένους
να γδύνουν από  τα υπάρχοντα
τους μελλοθανάτους
ρούχα παπούτσια
τιμαλφή κοσμήματα
δόντια χρυσά ασημένια
περιγελώντας τους ανήμπορους.
«Εκεί που θα πάτε
δεν τα χρειάζεστε
μήτε ρούχα
έχει πολλή ζέστη εκεί.»

Είδε και τι δεν είδε
δυο χοντροβούβαλα
να ξεκοκκαλίζουν
το πόδι ενός ελέφαντα
τους γραμματικούς
να γλείφουνε τους φαρισαίους
τον αντιπρόσωπο του θεού
να διευθύνει τράπεζες
όχι της αγάπης
αλλά των αργυρίων
είδε κλεφτοκοτάδες στη φυλακή
τους άλλους τους μεγάλους
τους κλέφτες αγαλμάτων
πατρίδας τιμαλφών
και ενθυμίων λατρείας
πόνου και χαράς
να διευθύνουν
τις ορχήστρες των δακρύων
της απώλειας και του θανάτου.

Είδε και τι δεν είδε
τους άκαπνους
να μιλούν
να νομοθετούν
να σχεδιάζουν
την άμυνα της χώρας
τους αστράτευτους
να επιβλέπουν
την κατασκευή
αμυντικού τοίχους
τους φυγόστρατους
να  ανυψώνουν σημαίες
ενώ η μπάντα
παιάνιζε την δόξα τους
 τους εμπόρους όπλων
να μιζάρονται
να διαρρηγνύουν  τα ιμάτια τους
φωνωνασκούντες
«ειρήνη – ειρήνη»
τους τοκογλύφους
να ωρύονται
«ελευθερία –- δικαιοσύνη
-αδελφοσύνη».

Είδε και τι δεν είδε
τους μπάσταρδους
να νοιάζονται
για καθαρότητα φυλής
τους χαμερπείς τσανακογλείφτες
αρχιφύλακες
της κιβωτού του έθνους
το οποίον
τα άγια των αγίων
στους σκύλους πεταμένα.

Είδε και τι δεν είδε
τις κατοικίες των χαμένων
από καλοχτισμένες επαύλεις
μονοκατοικίες
τυπικά διαμερίσματα
ή παραπήγματα
να μοιράζονται «δίκαια»
στους  καλοθρεμμένους
αρουραίους του συστήματος.

Είδε και τι  δεν είδε
χορτάτος από
οργή
πλήρης
από αηδία
πλέον δεν άντεξε
απέστρεψε το βλέμμα
εντός του.

Η βακτηρία του σοφού
του νοσταλγού πατρίδας
που ονειρεύτηκε
να βάλει τάξη στο χάος
δεν  άντεξε
λύγισε
έσπασε
έγειρε
δεν ξέρω
δεν θυμάμαι
ο γέρων έπεσε
με πάταγο.

Κάποιοι αρουραίοι
δεν χάσανε καιρό
ροκάνιζαν
τη μύτη και τ’ αυτιά του
τα άλλα αδέρφια τους
«δεν είδα δεν άκουσα
δεν ξέρω»
η επωδός των
των συνενόχων
γύριζαν αλλού το βλέμμα
αφοσιωμένοι
 στη συνέχεια
του έργου τους.

ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου