Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα. Χρόνια πολλά.

ΑΔΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ
43

Δεν πίστευε στα μάτια του. Βρέφος άρτι αφιχθέν, μισής ή μιας ώρας το πολύ, περπατούσε σαν τους προγόνους του ανθρώπου, γελούσε, χαιρετούσε, υποσχόταν, πολλά, πάρα πολλά και θαυμαστά, όπως: Στους άγαμους νεράιδες, στις πόρνες παρθενία, στους αμαρτωλούς παράδεισο, στους φιλήσυχους αμαρτωλές περιπέτειες. Στο βάθος του θεάτρου, πίσω του στο παραβάν, είχε παρατεταγμένες σε απόλυτη τάξη, κάτι τεράστιες άδειες κούτες, τη μία πάνω στην άλλη. Στη μετώπη κάθε μιας, υπήρχε μεγάλη επιγραφή, που διαφήμιζε το εικαζόμενο ή προσδοκώμενο περιεχόμενό της, την αδειοσύνη στην πραγματικότητα: ΠΛΟΥΤΗ έγραφε η μία, ΚΕΡΔΗ η άλλη, ΕΡΓΑΣΙΑ ετέρα, ΧΑΡΑ, ΥΓΕΙΑ, ΑΝΑΚΑΜΨΗ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΕΞΟΔΟΣ (το τελευταίο ήταν λίγο ακατανόητο, έξοδος του Μεσολογγίου ή μήπως ήθελε να γράψει ΕΞΟΔΑ, αλλά από ευγένεια, λόγω των ημερών, έκανε μια μικρή λεκτική παρασπονδία.)

Πλαισιωνόταν η παράσταση απο παλιάτσους, παπατζήδες, ταχυδακτυλουργούς, φακίρηδες, κλόουν και από όλους τους άλλους, που συναποτελούν ένα καθώς πρέπει τσίρκο, που σέβεται τον εαυτό του. Ο ξυλοπόδαρος Σκρούτζ εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ, ο δε χάρος, ο έτερος ξυλοπόδαρος, εμφανιζόταν με δυο ψευδώνυμα, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ το επίσημο, ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΣ το άλλο (το κρυφό μεράκι του, ο καημός του, δηλαδή).

Τέντωσε τις παλάμες του, έτοιμος να μουντζώσει το παρά κάτι, θείο βρέφος. Είχε έτοιμο το σλόγκαν, που θα του απεύθυνε. «Ίδια ράτσα είσαι με τους λογάδες πολιτικούς, τάζεις και ξετάζεις, φεύγεις και ξανάρχεσαι, για να ξανατάξεις, τα προταγμένα.» Δεν του βγήκε όμως, όπως το περίμενε. Κάτι μέσα του σάλεψε. Το μικρό παιδί, που πάντα έτρεφε εντός του, επαναστάτησε. Βγήκε εκτός του. Συνηθισμένο να ορέγεται τα παραμύθια, να παραμυθιάζεται, άπλωσε το χέρι του στο νεογέννητο «θαύμα». Μετά τη θερμή χειραψία, αγκαλιάστηκαν, χαμογέλασε εγκάρδια και του ευχήθηκε:

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.

   ΤΑΞΙΔΙΑ

Αργό τεμπέλη άπραγο
Φυγάδα ερημίτη και απόντα
Βάρος ζωής
Σχεδόν παραπανίσιο
Τον είπαμε.

Το διάβασε στα μάτια μας.

Ξοδεύτηκε
Λαξεύοντας λέξεις.

Το μεγαλείο της απάτης
Τη θαλπωρή του πάγου
Τη γλύκα του παραμυθιού
Τη λάβρα του ονείρου
Πίστεψε.

Στα ταξίδια της ποίησης.


Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης
Καλημέρα.

Χρόνια Πολλά
Ειρηνικά
κι’ Ευτυχισμένα.

Ελάτε στο φως
να αστράψουνε τα πρόσωπα
χαμόγελα πλατιά
να χαραχτούν στα χείλη.

Περαστικοί
διαβάτες
του ονείρου
ονειροβάτες.

Αφήστε τη μαυρίλα
αφήστε τα σκοτάδια
στην ορφάνια τους.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΚΑΛΟΦΑΓΑΣ

Πάχυνες, πάχυνες πολύ του είπαν απειλητικά
απαγορευτικός ο Παράδεισος της απόλαυσης.

Θα του κόβανε την καλημέρα τη σύνταξη το φαγητό;

Σας βαρέθηκα όλους είπε.

Έφυγε από τη ζοφερή ατμόσφαιρα του σαλονιού
κλείνοντας με θόρυβο την πόρτα
σε πέντε δεύτερα καλοκάθισε στην κουζίνα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης
Καλημέρα.

ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Θα χτυπήσει την πόρτα σου
μην ανοίξεις
θα ξαναχτυπήσει
σπάζοντας το ρόπτρο
τότε εσύ
με δυνατή φωνή
σαν να διαβάζεις
αρχαίο σύγγραμμα
φωναχτά
για να ακούνε
ανύπαρκτοι ένοικοι
στρωτή φωνή
ή φάλτσα
δεν είμαι εδώ
θα λες στεντόρεια
αναιρώντας τη σιωπή.

Θρύψαλα
κομμάτια χίλια
ο μαύρος καθρέφτης
θα κονιορτοποιήσει
το παραμορφωμένο
σου είδωλο
καταπίνοντας την πάχνη
της αβάσταχτης σιωπής.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης
Καλημέρα φίλες, φίλοι. Χρόνια σας πολλά.

Σήμερα, μέρα που είναι, μπορεί να σας «ταράξω» στις αναρτήσεις. Ανεχθείτε το:

Αυτοί οι δρόμοι
αυτή η πόλη
είναι χαμένη.

Αν δεν υπάρχει
φωτιά ν’ ανάβει
να σε προσμένει.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης
Καλημέρα.

ΚΑΛΗΝ ΗΜΕΡΑΝ ΑΡΧΟΝΤΕΣ

Ψητό γουρουνόπουλο, μπριζόλες, μπιφτέκια, σουβλάκια, λουκάνικα και σουτζουκάκια, σπανακόπιτες, πρασόπιτες, τυρόπιτες, λουκανόπιτες, άλλες πίτες που δεν γνώριζε, ή δεν μπορούσε να ονομάσει, σαλάτες με αγγουροντομάτα, μαρούλι, μπρόκολο, ρόκα, μελιτζάνα, τζατζίκι, ρώσικη, γλυκά τα καλλίτερα, κρασιά μεσαία, διάφορα αναψυκτικά. Kι’ αυτός να λείπει; Πρόθυμος καταναλωτής, λόγω συνθηκών, σε όλα. Αν μπορούσε να πάρει κάποια κρεατικά σε σακούλα θα το έκανε, κάτι να πάει στο σπίτι, για το σκύλο που δεν είχε. Αλλά αυτός έλλειπε, κρίμα.

Από την άλλη μεριά, ήταν το έκτακτο μεροκάματο, σπουδαίο. Μια παλιά ξεχασμένη δουλειά, που τώρα ωρίμασε. Προμήθεια για την πώληση ενός παραδοσιακού κτίσματος, σε κάποιον Ελβετό, στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής. Πήγε για να είναι παρών στη διαδικασία, αλλά κυρίως για το ζεστό χρήμα. Εκτός τούτου, συνάντησε έναν παλιόφιλο, στον οποίο είχε δανείσει προ αμνημονεύτων ετών, δέκα χιλιάδες δραχμές. Είχε πάρει τις πέντε και ξεγράψει τις άλλες. Ο φίλος κρατούσε καλά, επάνω στον καφέ που πίνανε, του έδωσε δύο χιλιάδες ευρώ.

– Να, να πάρε και αυτό το πεντακοσάρι, να πιεις κανένα καφέ, στην παλιά φιλία μας βρε αδερφέ. Για τα χρόνια της λάσπης και της φωτιάς που περάσαμε. Εγώ είμαι εντάξει, εσύ παιδεύεσαι. Πάρε την κάρτα μου, πέρνα να τα πούμε.

Ένοιωσε να τον κατακλύζει Αμηχανία, ένα ανήμερο θηρίο σε καλοστημένη παγίδα, τα πήρε. Ο πάλαι ποτέ ευεργέτης, σήμερα ευεργετούμενος. Είπε κάτι ψευτοδικαιολογίες του ποδαριού, πως θα περνούσε, και τέτοια, μα δεν το εννοούσε. Τα χρήματα που συγκέντρωσε, ήταν απίστευτα πολλά, για εκείνον και για τις κρίσεις του. Είχε να πάρει χρόνια τόσα χρήματα μαζεμένα, χρόνια πολλά, να πιάσει τόσο πολύ, ζεστό ζωντανό χρήμα. Αν δεν τον καλούσαν, αν δεν προέκυπτε, θα ήταν στην τραπεζική ευωχία. Συνέπεσαν βλέπεις και τα δυο, είχαν χρονική ταυτότητα που λέμε. Έτσι διάλεξε τη δουλειά, χωρίς να υπολογίζει ότι θα αποκτούσε μια μικρή περιουσία, για τα δικά του δεδομένα. Χαρούμενος και λυπημένος, γιατί να συμβούν και τα δυο μαζί! Το καλό και το κακό. Μάλλον όχι, τα δυο καλά, που επειδή έτυχε να συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο, το ένα επικάλυπτε το άλλο και το προσδιόριζε αυτόματα σε κακό. Σε απωθημένη και μη πραγματοποιούμενη επιθυμία – έλλειψη.

Το χρώμα του χρήματος επικάλυψε όψεις, μυρωδιές και γεύσεις, εδεσμάτων, ποτών, γλυκών και φρούτων. Ας είναι έτσι, ήταν ένα όνειρο και πάει. Είδε τον αριθμό προτεραιότητας στον πίνακα της τράπεζας, διέκοψε το ταξίδι του στα φαγητά και τα ποτά, πλήρωσε έξι καθυστερημένες δόσεις από το ενοίκιο του σπιτιού, και απέτρεψε ή ανέβαλλε την έξωσή του.
Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, μελωδεί εμφαντικά η λατέρνα. Μυρωδιά από ψημένα κάστανα, ανωθρώσκοντες υδρατμοί από σαλέπι. Υπερήλικας λαχειοπώλης, μοιράζει προσδοκίες, αναλόγου πάχους πορτοφολιού και ονείρων. Μανιασμένα κύματα του Δούναβη πλημμυρίζουν την Τσιμισκή.

Τυφλός μουσικός, το κέρμα δεν κουδουνίζει στη θήκη του βιολιού.
Βιτρίνες, χρώματα και νέον, χιλιάδες κόσμος, τάχα να ξέρουν στ’ αλήθεια για πού βαδίζουν; Είναι τυφλοί και δεν το γνωρίζουν; Κι’ αυτός ποιος είναι που θα τους κρίνει; Αυτός κι’ αν είναι, ναι, «τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τε τω όμματι ην». Είναι υποχρεωμένος να το μεταφράσει; Πολλοί συγγραφείς, και ο Σεφέρης, παραθέτουν ολόκληρα κατεβατά, δικά τους ή όχι, σε ξένη γλώσσα. Θεωρεί λοιπόν ο Σεφέρης άξιους αναγνώστες του, δηλαδή επαρκείς, αυτούς που γνωρίζουν πολύ καλά, τουλάχιστον δυο και τρεις γλώσσες; Εμείς οι υπόλοιποι; Θα πρέπει κατ’ αυτούς, πρώτα να μάθουμε δυο τρεις ξένες γλώσσες, κάποιο τίτλο, ένα μάστερ, ένα ντοκτορά κι’ ας είναι ψεύτικο, ύστερα ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις, να μας επιτρέπεται να τους διαβάσουμε. Συγγραφική αλαζονεία, κομπορρημοσύνη ή λάθος; Αυτά τουλάχιστον είναι ελληνικά! Λιγότερο αλαζών, κομπορρήμων, μικρότερο λάθος. Μα τι θράσος. Ευκολότερο να κρίνεις το Μωάμεθ, το Βούδα, παρά ένα Νόμπελ.

Ο Όμηρος τυφλός συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο Τζόυς σχεδόν τυφλός τον Οδυσσέα. Πάλι αυτός ο Έλληνας, χώνεται παντού, πολυμήχανος και πανούργος. Ο Μπόρχες το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, το δημιούργησε σχεδόν τυφλός. Προβλήματα όρασης είχε τελευταία πριν αποδημήσει, ο ευπατρίδης, ο αριστοκράτης, ο έγκριτος νομικός, σπουδαίος ποιητής, δοκιμιογράφος και πεζογράφος Γιώργος Γούλας.

Έστριψε στην οδό Ικτίνου, χαιρέτησε τον επιστάτη του σχολείου, τον ήξερε από παλιά, από το νυχτερινό σχολείο που φοιτούσε. Του είπε ότι άλλαξε, έγινε καλοστεκούμενος. Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. Τι να του έλεγε; Ότι τα χρόνια περνάνε για όλους; Ότι τον βρίσκει γερασμένο και αρκετά καταπονημένο. Τον είπε ότι κρατιόταν καλά. Η απάντηση ήταν ότι τα παιδιά τον κρατούσαν έτσι, να είναι καλά. Τα παιδιά, πια παιδιά, τα δικά του. Γιατί από όσο θυμάται, τα σχολιαρόπαιδα πάντα ήταν σκέτο βασανιστήριο. Τον ρώτησε πότε βγαίνει στη σύνταξη, έμαθε πως είναι η τελευταία χρονιά. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια και συνέχισε την πορεία του.

Πλήρωσε τους πιστωτές του, στα γειτονικά μαγαζιά, πήρε κάτι πρόχειρο από το σουβλατζίδικο. Ήταν άλλος άνθρωπος, χαιρετούσε τους γείτονες, δεν απέφευγε την κουβέντα τους, απέκτησε ένα βάρος στο περπάτημα, σαν να ψήλωσε μεμιάς. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του, στο κατώφλι του φρέσκοι λογαριασμοί τον περίμεναν. Το ρεύμα, το τηλέφωνο, λογαριασμοί από δυο πιστωτικές και μια διαφορετική. Ευχετήρια πρόσκληση, για τις επερχόμενες γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους, ζωγραφισμένη δια χειρός Ευανθίας Καλιφωτίδου. Η πρόσκληση έγραφε: «Κύριο Ευδόκιμο Χαντακωμένο, επίτιμο πρόεδρο του περιηγητικού συλλόγου «Οξυγόνο». .- Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του φυσιολατρικού ομίλου «Η κατοικία των θεών» σας καλούν στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή που θα διοργανωθεί στην Δ. προβλήτα του Λιμανιού την Τετάρτη 21-12 του έτους χ ώρα 2 μ.μ. Η παρουσία σας θα είναι τιμή για μας. Θα σας απονεμηθεί αναμνηστική πλακέτα.- Έφτασε άκαιρα στον παραλήπτη. Αφορούσε, την παρελθούσα γαστριμαργική κοσμογονία, που έχασε. Δεν βόλεψε, δεν μπόρεσε να συνταιριάξει και τα δυο: «Την μεν φιλείν, την δε θεραπεύειν». Σαν πρόεδρος, υπήρξε χρόνια η καρδιά του συλλόγου «Οξυγόνο». Πλήρωνε μεγάλο μέρος των ελλειμματικών υποχρεώσεων, που πάντα κατά διαβολική συγκυρία, ο σύλλογος είχε. Δεξιώθηκε κόσμο και κόσμο στην κατοικία των θεών. Λένε πως έσωσε πολλούς από το χαμό, του χιονιού, της βροχής, του δρόμου ή της ζωής. Εκείνος δε μιλάει ποτέ για αυτά. «Παλαιολιθικές τρέλες» απαντάει δύσθυμα, όταν προσπαθούν να ανάψουν κουβέντα οι φίλοι του, γύρω από αυτά.

Πάλι αυτό το απαίσια, ασταμάτητα επαναλαμβανόμενο τικ – τικ – τικ – τικ, της βρύσης χτύπησε κατευθείαν στα μηνίγγια του. Σαν να καρφώνεις καρφιά σε τσιμέντο. Έστριψε το διακόπτης της βρύσης, μέχρι στραγγαλισμού, ατάραχο το νερό συνέχισε να τρέχει. πόνεσαν τα δάχτυλα του από την προσπάθεια. Φοβήθηκε μην κάνει ζημιά, μην του μείνει ο διακόπτης στα χέρια και πλημμυρήσει το σπίτι, και σταμάτησε την προσπάθεια. Έβαλε το σφουγγάρι κάτω από τη βρύση. Ο σπαστικός ήχος από το νευρικό τικ – τικ σταμάτησε να ακούγεται. Χάρηκε, ήταν σαν να την επισκεύασε. «Δεν υπάρχει διαρροή, αφού δεν την ακούω», μονολόγησε περήφανος. Ήπιε ευχαριστημένος τον καφέ του. Θυμήθηκε τους στίχους του αφανούς ποιητή – φίλου του: ΕΣΤΙΑ: ‘Αυτοί οι δρόμοι/ αυτή η πόλη/ είναι χαμένη. /Αν δεν υπάρχει/ φωτιά ν’ ανάβει /να σε προσμένει./» Τόσο Ψέμα για να πεις ένα παράπονο; Η πόλη καλά κρατούσε. Μια χαρά τραβούσε το δρόμο της. Με τον ελάσσονα ή ανύπαρκτο ποιητή τι γίνεται;

Έκλεισε το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοιχτό για δυο τρεις μέρες.
Γέμισε τη μπανιέρα με καυτό νερό, δέχθηκε ένα μικρό ευχάριστο τράνταγμα από το ζεστό νερό, χαλάρωσε και διάβαζε την εφημερίδα του. Στα ψιλά, σε κάποια εσωτερική σελίδα διάβασε: «.- Σε εγκαταλελειμμένη οικία, βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα αγνώστου ανδρός. Ερευνάται η ταυτότητά του, αναζητούνται οι οικείοι του, αν υπάρχουν, να παραλάβουν το πτώμα για τα περαιτέρω. -»

Αν……… αν δεν είχε λάβει την πρόσκληση για τη δουλειά, θα είχε πάει στην προεόρτια χριστουγεννιάτικη γευστική πανδαισία. Όχι από βουλιμία, αλλά να στυλωθεί κάπως. Τρέκλιζε σα μεθύστακας, λόγω υποχρεωτικής δίαιτας. Θα είχε εξωσθεί, μπορεί να ήταν και αυτός ένα ακόμη άγνωστο πτώμα. Γέλασε πικρά. Τουλάχιστον θα έφευγε χορτάτος, σκέφτηκε. 

Πλημμύρησε το μπάνιο. Από μυρωδιές που εισβάλανε αναίσχυντα από το φωταγωγό. Μοσχοκάρυδο, κανέλα, ινδοκάρυδο, βανίλια, και άλλες προκλητικές μυρωδιές από σπιτίσια τσουρέκια, κάποια με φλουριά, άλλα χωρίς, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και γλυκά.

Από τον παραπάνω, απέναντι όροφο ακούγονταν, με τη συνοδεία αρμόνικας, οι πρόβες μικρών παιδιών: «Καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας. …»

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.

ΛΑΜΠΟΥΝ ΣΤΟ ΧΡΕΟΣ

Η θάλασσα γαλάζια παραμένει
Το κύμα είναι πάλι αλμυρό
ξανθές οι ζαχαρένιες αμμουδιές της
τα αστέρια συνεχίζουνε να λάμπουν
πράσινα τα βουνά οι κάμποι και τα δάση.

Με τους ανθρώπους μας τι γίνεται
αυτούς που λεν πολλοί λαό
άλλοι περισσότερο φιλάρεσκοι,
από ευπρεπισμό, πλεμπάγια.

Κτίρια καινούργια τσίλικα σπίτια
μένουν άδεια παλιώνουν δίχως χρήση
με αθόρυβη ακατοίκητη ομορφιά
θαυμάσια φρέσκα κέντρα υγείας
από ανθρώπους αλειτούργητα
εργοστάσια καινούργια
λάμπουν στο χρέος
βουτηγμένα στη σκόνη του χρόνου
αμηχάνως αμηχάνευτα
γυαλιστερές άδειες βιτρίνες
μαγαζιά από ανθρώπους ακοινώνητα.

Παλιά ζεστά εγκάρδια χαμόγελα
τώρα τσιρότο τεντωμένα χείλη.
Όσοι καλά περνάνε καλώς περνούν
όσοι καλά πεινάνε καλώς πεινούν
στρατηγός άκαπνος αστράτευτος
δίχως μάχιμο ή άμαχο στρατό
στο χέρι η γκλίτσα του τσομπάνου
τι είναι τσομπάνος δίχως πρόβατα.

Τι είναι θεμέλια ξεθεμελιωμένα
πως είναι τα βασίλεια τα αβασίλευτα;

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.·

Σημάδεψε ψηλά.
Την καρδιά του ονείρου.
Όχι για να το καταστρέψεις ή να το πληγώσεις
μα να το κατεβάσεις εδώ, χαμηλά,
να του δώσεις υπόσταση χειροπιαστή.
Να το κάνεις πραγματικότητα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Ε ρε και να ξεκινούσα τη ζωή, από την αρχή. Πόσα θα πετούσα, πόσα θα κρατούσα. Πόσα γεμάτα φεγγάρια θα ψάρευα, με πόσα λάθη το γκρεμό θα γέμιζα. Θα έγραφα, θα έσβηνα. Θα ζωγράφιζα, θα μουντζούρωνα. Θα μάλωνα με τα σύννεφα, που δεν βρέχουν όταν χρειάζεται. Θα μάλωνα με τα σύννεφα, που βρέχουν όταν δεν χρειάζεται. Θ έσπαζα κάποια ρολόγια, που τρέχουν τόσο δαιμονικά. Θα έδινα χρόνο, στο χρόνο μου.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.

ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ
36

Ο φασισμός έχει πολλά προσωπεία. Ένα από αυτά, είναι της τέχνης, του προστάτη της λογοτεχνίας. Αποφασίζουν οι ινστρούχτορες της, πως θα πρέπει οι καλοί, οι δικοί και οι κατάδικοι, εντός, οι άλλοι, οι έξω από δω, ξουξούδια. Οι άλλοι, είναι οι κακοί ποιητές, που δεν αγαπούν την ποίηση, για αυτό και γράφουν κακά ποιήματα. Οι οποίοι κατ’ αυτούς, για να παραμείνουν εντός, θα πρέπει να μείνουν σιωπηλοί και να χάσκουν σαν χάνοι, ή θα πρέπει να φύγουν από το οίκημα, ως ανάξιοι της μούσας. Σε ποιο σπίτι απαιτούν να είμαι σιωπηλός, από ποιο τσιφλίκι του μπαμπά τους, η δεν ξέρω τίνος άλλου με κάνουν έξωση; Ποια είναι τα κριτήρια, ποιος είναι ο πήχης, ποια η ιδιότητα των λογοτεχνικών ινστρουχτόρων, που αποφασίζουν την έξωσή μου; Άγνωστο! Αλλά η έξωση – έξωση. Ο άστεγος στην τέχνη, καθότι εξωσμένος, περιφέρεται στους σταθμούς και στα παγκάκια, ο αποδιοπομπαίος τράγος της τέχνης.

Έτσι, εσύ μεν άσημε ποιητή, δεν θα έχεις λόγο ύπαρξης λογοτεχνικής, αυτοί δε, οι έχοντες τη σφραγίδα, δεν ξέρω τίνος θεού, θα αλωνίζουν σε ελεύθερο μιασμάτων πεδίο, όπου ευφροσύνως θα λιβανίζουν αλλήλους. Εσύ ινστρούχτορα κριτή που με κρίνεις, για ποιον αγώνα τέχνης τάχα. Για ποιο αδειανό πουκάμισο, για ποια ανύπαρκτη Ιφιγένεια; Αφού όμως με προκάλεσες, έλα να μετρηθούμε. Εγώ δεν έχω, παρά διωγμούς από τη χούντα, εσύ θα βάλεις τις περγαμηνές σου, τα πτυχία σου, τα βιβλία σου. Χαλάλι σου, είναι όλα δικά σου. Με κόπο τα απόκτησες, τον καιρό που η χούντα μου απαγόρευε να εισέλθω στην φοιτητική κονίστρα. Τότε, δίναμε εξετάσεις νομιμοφροσύνης και κοβόμασταν. Τώρα, δίνουμε εξετάσεις λογοτεχνικής επάρκειας και πάλι κοβόμαστε. Άγονος αγώνας, για να πάρουμε το πολυπόθητο πιστοποιητικό, λογοτεχνικής επάρκειας, από τους αυτοδιορισμένους λογοτεχνικούς ινστρούχτορες. Ναι, εγώ μπορεί να είμαι κακός ποιητής, κακός λογοτέχνης. Εσείς, μήπως είστε κακοί άνθρωποι; Αν είχατε κάποια εξουσία, ίσως να με εξορίζατε. Αυτοδιορισμένοι, άκαπνοι «προοδευτικοί» της δεκάρας. Που εκδίδετε, εκτός των άλλων, πιστοποιητικά προοδευτικότητας. Από πού αποκτήσατε τα μάστερ προοδευτικότητας; Από την ασφάλεια; Έχετε φάκελο στην ασφάλεια; Τον δικό μου, τον έκαψε ο κλίβανος της χαλυβουργικής, χωρίς να με ρωτήσουν. Σιγά να μην έδιναν στον καθένα το φάκελό του. Πως θα μπαίνανε στο ίδιο μπλέντερ οι σπιούνοι, με τους φυλακισμένους, με τους εξόριστους; Παρ’ όλα αυτά, κάτι έμεινε, είναι δε στη διάθεση κάθε πνευματικού ταγού.

Τι τάχα υπερασπίζεσθε, την παρθενιά της χιλιομπαλωμένης τέχνης; Είσαστε- εν τοις πράγμασι – δραγάτες, βιγλάτορες, φύλακες της τέχνης; Σκεφθήκατε ότι εξωθώντας στην έξωση, έναν άσημο, έναν ασήμαντο, εσείς οι σπουδαίοι, οι εγχάρακτοι περγαμηνών, μήπως τον οδηγείτε στον λογοτεχνικό του θάνατο; Προτιμώ να είμαι αποδιοπομπαίος τράγος, παρά πνευματικός δραγάτης. Θέλω να παραμείνω ελάχιστος, παρά δραγάτης, βιγλάτορας, φασίστας κριτής της τέχνης. Οι λογοτεχνικές φιοριτούρες, πολλές φορές, δεν μπορούν να κρύψουν το φασιστικό προσωπείο. Όχι στον αποφασισμένο λογοτεχνικό θάνατο.

Και ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία
Και ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία (Ντύλαν Τόμας).

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΙΣΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

 Είναι κάτι αλήτικες σκέψεις
κάτι αλανιάρες λέξεις
απαγορευμένες στα μουλωχτά
κολλάνε σαν αράχνη
σε καταδιώκουν σα φονιά.

 Επάρκεια ευμάρεια ευτυχία
καλοκαίρι καύσωνας.        

Που να βρω τον ίσιο δρόμο
να βγω από τ’ αδιέξοδα
θα υπάρχει κάποιος τρόπος
αλλά μην το μάθουν
να απαλλαγώ ν’ ανασάνω.
  
Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων
  

Κοσμάς Ηλιάδης 

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.
Τα εφτά πέπλα της αυγής,
θα ξετυλίξω ένα – ένα,
ώσπου να βρω
την αλήθεια
του κορμιού σου
γυμνή.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Ο ΚΕΛΑΗΔΙΣΤΗΣ

Νεαρός έπιανε πουλιά από τον αέρα, τα παγίδευε με ξόβεργες. Σε κλαδιά δένδρων ολάνθιστων ή καταπράσινων, έστηνε τις παγίδες του. Ανάμεσα στα πολλά έπιασε δυο καρακάξες, τις ελευθέρωσε. Τον κόρακα που έπιασε, δεν είχε ακούσει καλά λόγια για εκείνον, τον έδωσε στη γάτα του, για να παίξει και να την εκπαιδεύσει. Στο πρώτο νύχιασμα, έκανε κρα – κρα κι’ εξαφανίστηκε. Τα άλλα πουλιά, τα καλά, μετά από μια εβδομάδα τα μοίρασε σε φίλους. Κάποια με ανταλλάγματα, άλλα χωρίς, ανάλογα τη φιλία ή την υποχρέωση. Κράτησε έναν, τον υπέροχο κελαηδιστή. Τον βάφτισε Καζαντζίδη. Απολάμβανε τους κελαηδισμούς του, πίνοντας τον καφέ του μερακλωμένος, πότε – πότε τον συνόδευε, σε δικά του αγαπημένα τραγούδια.

Σε μια στροφή του δρόμου, τον εγκατέλειψε η αγαπημένη του. -Με έχεις σαν τον κελαηδιστή σου, δεν σε αντέχω, δεν μπορώ, θέλω να αναπνεύσω φρέσκο αέρα, όχι μουχλιασμένο, είπε και έφυγε. Ο κελαηδιστής, σαν να ζούσε την τραγωδία του αφεντικού του, σταμάτησε να κελαηδά. Εκείνος, βαρύθυμος άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, στα όρια της συρταρωτής πόρτας του σαλονιού, απελευθέρωσε τον κελαηδιστή. Είχε φτάσει στον ντελβέ του καφέ που έπινε, άκουσε τσιτσιρίσματα, ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Ο Καζαντζίδης, μέσα στο κλουβί, άρχισε ένα τραγούδι λυπητερό, ίδιο κλάμα.

Από τότε, τον άφησε να περιίπταται, στο σαλόνι, στον έξω κόσμο, να μπαίνει στο κλουβί του, να κελαηδάει, όποτε και όπως του αρέσει. Περιμένοντας, με μια κρυφή ελπίδα στην καρδιά, να συμβεί το ίδιο και με την αγαπημένη του.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Για τον

Τσάρλς Μπουκόφσκι

                

Ο ΔΙΑΣ και ο ΧΑΝΚ

Ζεστό κρεβάτι, άμαξα λαμπρή
οργιάζει το φώς γύρω σου
φωταψίες ονείρων
φωτίζει την ευδία σου
 σμήνος τα  πεφτάστερα
καμτσικιάζω τα άλογα
που βούλιαξαν κολλημένα στο βαμβάκι
-          άλλο τέλμα
απευκταίο εμπόδιο και τούτο -.
Κόβονται τα γκέμια
χάνω την άμαξα
με το μαντήλι με χαιρέτησες
ή σκούπισες κάποιο
αδέσποτο δάκρυ
δεν θυμάμαι
χάνομαι και χάνω
πάω αλλού
κι’ εγώ δεν ξέρω που.


Πεσμένος στο πάτωμα
άσπρος πάγος
με ασταμάτητη λύσσα πολιορκεί 
ανήμπορη υπνώτουσα καρδιά.

Εκεί θα μείνεις
ξεφώνισε απρόσκλητη ερινύα.
Ότι πολύ αγάπησες όνειρο άπιαστο
διαπράττοντας  μεγάλη ύβρη
στους ουρανούς
ως και ο μέγας Δίας
το συζητούσε
με το συνεταίρο του
τον ξένοιαστο καβαλάρη
τον μέγα  διάδοχό του
τον απαράμιλλο  Χανκ.
Εκεί θα μείνεις και πολύ σου είναι
άντε μην πάρω ανάποδες.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
Και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης
Καλησπέρα.

Χρόνια πολλά στις Αννούλες/κόρες και μανούλες.
Χρόνια πολλά σου Άννα.

Με επισκέφτηκε πάλι η Άννα. Στη σκέψη, στα όνειρα, στο σπίτι, στη δουλειά, που να θυμάμαι τώρα; Τριάντα χρόνια με βασανίζει.

Μια παλιά φωτιά
τα σωθικά σου τρώει
σφιχτή λαιμαριά
σπασμένο ρολόι

Μια καληνύχτα που δεν ειπώθηκε
ένα φιλί που δεν δόθηκε
ένα δάκρυ που δεν έγινε λυγμός
μια νύχτα που δεν ξημέρωσε
δυο μάτια που δεν νύσταξαν
ένα αχ που δεν μ’ αποτέλειωσε.

Η ζωή μου γεμάτη εκκρεμότητες.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Καλημέρα. Καλό ΣΚ.

Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ

Η άλλη όψη της χαράς
πολλά ναυάγια κρύβει.


Λευκό πανί
απλωμένο κύμα
μήτε πουλάκι κελαηδεί
μήτε καρδιές ζεσταίνει.


Πτωχευμένος άστεγος
σε αναζήτηση διανυκτέρευσης
εφημερεύοντος νοσοκομείου.


Περιοδεύον σκύλος
φορτωμένος εγκατάλειψη
σε αναζήτηση
νέου θεράποντος
πιθανού δυνάστη.


Τόση ευτυχία
Πως αντέχεται!


Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης


Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Μας υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. Φιλόξενη, περιποιητική. Στο τραπέζι είχε τέσσερεις σαλάτες, διάφορα τυριά, εξαιρετικό κρασί. Αλλά, το φαγητό ήταν καμένο!

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ι

Μάτια θάλασσα
Στην ηδονή της γαλήνης
Δοσμένα
Υποβόσκουν υποδόρια
Σπασμοί παροξυσμοί
Σαράντα θάνατοι
Μέσα σε λίγην ώρα.
Μαλλιά δάσος
Πυκνό αδιαπέραστο
Ίσκιος βαθύς και σκούρος
Δροσιστικός
Στη φλόγα του ασβέστη.
Χείλη
Φλοίσβος ακούραστος
Με αηδονολαλιές
Που ως εφάπτονται κι
Αγρίμια ημερεύουν.
Καρδιά απέραντο γαλάζιο
Δάσος παρθένο
Σαν τα μάτια
Της αγάπης
Της καρτερίας
Της υπομονής
Της ευδίας μας.
Γλυκιά μου παπαρούνα.

ΙΙ

Σπίθα
Φλόγα
Φωτιά
Λάβα
Πυρακτωμένη
Σύνθημα τερπνόν
Και ευειδές
Για ανθρώπου
Ευωχία.
Τέθριππον
Άρμα ονείρων
Καλπάζων
Το Λυκαυγές
Εις χοικόν παράδεισον
Ακάλυπτον από φόβους
Αμαρτίες και ήττες.
Να φλέγομαι με τη φωτιά σου
Να λιώνω μες την ομορφιά σου
Να καλπάζω μες το άρμα σου
Χωρίς όγκο
Δίχως βάρος
Ανυπόστατος
Παρά ένα χάδι
Στο αλάτι
Του κορμιού σου.
Αγαπημένη
Ταξίδεψέ με πάλι.

ΙΙΙ                  

Έννοια και εννοούμενο
Μέλι και ουρανίσκος
Ρέων και ατελεύτητον
Λίκνο οφθαλμών
Εν τρυφή βρωτού
Εις πανδαισίαν ονείρων
Εις ευτυχίαν άτρωτον
Δίχως πόνου πτέρναν
Δίχως χρόνου πέρας
Άσμα ατελεύτητον
Την αρχή σου προσμένω.
Αξιολάτρευτη
Στα δώματά σου
Τα ενδότερα
Οδήγησέ με πάλι.
Κι’ ας μείνω εκεί.

IV

Οφθαλμών Αγλάισμα
Πυρετός μοναχού
Αρνηθέντος το σχήμα
Σφόδρα καταληφθέντος
Εξ έρωτος βρωτού
της δεκαεπτά Μαΐων
Ατθίδος θελκτικής
Καρυάτιδος ζώσης
Δρόσος στη λαύρα
Ζέση του ασβέστη
Θερινό ηδύποτο
Χαλασμός εν αιθρία
Καταλαγή του κολασμένου
Και αδηφάγου πτερωτού.
Εν εκστάσει διάγω.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Ιχνηλατώντας τις γραμμές των στίχων
Παράπεσα εις απροσπέλαστον τοίχον.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
Και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

ΚΥΚΛΟΤΕΡΩΣ

Θωρακίστηκες με στεγανά
στις έξωθεν επιβουλές
μονώθηκες αδιαπέραστα
από την παμφαγία των άλλων
αλλά όμως
πρέπει να δώσεις λόγο
στον υπήκοό σου
στο έσω είναι σου
γιατί λες σε κάθε ώρα
πως είσαι ακέραιος
τάχα ξοδεύτηκες αλάθητα
ενώ χρωστάς
εφτά ζωές στον εαυτό σου
λαξεμένα παραμύθια
για μωρούς και πότες
αλλά αναίτια επιμένεις
να τα νταντεύεις
να τα πιστεύεις.

Ξαλάφρωσες μιαν ώρα
ασύνταχτη από χρέη
έκανα λάθος είπες
και πάλι από την αρχή.

Κυκλοτερώς ξεκίνησες -
φρούδα φούμαρα
ουτοπικές φαντασιώσεις
σαλός φυγάς από αλήθειες
παράπονα κι’ ελπίδες
πικρό ψωμί κι’ αλάτι
λάσπες και κοτρώνες
έννοιες που τσακίζουν -
να αδράχνεις πεφταστέρια.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα

Σημάδεψε ψηλά. Την καρδιά του ονείρου.
Όχι για να το καταστρέψεις ή να το πληγώσεις
μα να το κατεβάσεις εδώ, χαμηλά,
να του δώσεις υπόσταση χειροπιαστή.
Να το κάνεις πραγματικότητα.
Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

ΝΟΣΤΟΣ

Διέπλευσε
βουνά τα κύματα
γαλάζιες θάλασσες πριν
πρόβατα λευκά
να καμτσικιάζουν
το πρόσωπο με πείσμα
μυριάδες να βουίζουν
που πας καημένε που πας
ατάραχος ενάντιος διέσχισε
καταπακτές παγίδες
αιματοφόρα βέλη
που σκέπαζαν τα σύννεφα
βαλλίστρες φορτωμένες
λάβα φριχτού θανάτου
σφίγγοντας τον καιρό
στα ματωμένα γόνατα έφτασε
χωρίς αναπαμό ασθμαίνων
του κάκου δεν αντίκρισε
θρώσκοντα καπνό στον οίκο του
ο μαχητής του σκότους
βρήκε την πόρτα ανοιχτή
το σπίτι ρημαγμένο
κάθισε να αναπνεύσει
βαρύς σαν νύχτα σκεπτόμενος
σε φλέγοντα γρανίτη.

Να φταίνε τάχα οι μνηστήρες
αερικά που δεν νογούσε
μήπως την κλέψαν πειρατές
μην την αρπάξαν βεδουίνοι
σκλάβα στην άμμο της ερήμου;

Ή μήπως δοσμένος όλος
στο κουρνιαχτό της μάχης
δεν μπόρεσε δεν άκουσε
ήχους βαριάς καμπάνας;

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Τα πρωτοτόκια οι σοφοί
οι ρήσεις, τα αποφθέγματα
οι προεκτάσεις
και τα συμφραζόμενα.

Όσα μιλώ, τα παίρνει ο άνεμος.
Όσα γράφω, τα θάβει η νύχτα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Αν ψαρεύεις πεφτάστερα
αν ακούς τραγούδια αέρινα
με ξωτικά αν συγχρωτίζεσαι
στους σαλούς αν είσαι πρωτοπόρος
στείλε μεγάλες αγκαλιές
στην αρμυρή την αργυρή
αρχόντισσα σελήνη.

Κι’ αν χαθείς στο όνειρο
μη νοιάζεσαι
ξέρει εκείνο
εκείνο σε ξέρει
όπου και να πας
θα σε βρει.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

17 Νοέμβρη
Μέρα χαράς
Και Ανάστασης
Θλίψης και ωδίνης
Μέρα παρεξηγημένη
Δοξασμένης αναπόλησης
Εκμετάλλευσης από «δικούς μας»
Διασυρμού και ύβρης
Από φασίζοντες «δημοκράτες».

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων
                    

Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα. Καλό ΣΚ.

Είχαμε κι’ έναν ταραξία ψυχών – τ’ ολόγιομο φεγγάρι.


Σκέψου κάτι σαν εαρινή (ανοιξιάτικη) συμφωνία. Φαντάσου αηδονολαλιές, με συνοδεία απογευματινής αύρας. Μουσικά ηχοχρώματα, να μπλέκουν με άλλα χρώματα, τα χρώματα του δειλινού, καθώς ο ήλιος βαπτίζεται θάλασσα. Ύστερα,  ανίδεος για το θαύμα – τάχα νεόπλουτος της τέχνης – πως πτωχύναμε έτσι, ψυχή και σώματι να λες.

            Μπορεί βέβαια και το άλλο:
 Αγωνιστή, ονειροπόλε, πως κατάντησες έτσι; Τι θα απαντούσες σε όλα τούτα; Μήτε να το σκέφτεσαι, πως δύσκολοι καιροί για τους φευγάτους. Τι να πεις, πως ν’ απολογηθείς!

Είχαμε κι’ έναν ταραξία ψυχών – τ’ ολόγιομο φεγγάρι.

 Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Μονόλογος στον ύπνο. Ξέρω τι σε καίει, αρχόντισσα  και σκλάβα. Εγώ, ο μπάτλερ σου και εραστής. Προχωρώντας, συναντώ σαλό, μου λέει:  <<Ξοπίσω μου γαβγίζουνε σκυλιά, πολλά σκυλιά.>> Τι να ευχηθώ; Να γαυγίζουν εύηχα (αν είναι δυνατόν) ή να λυσσάξουν;

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα…
Και ο μήνας έχει εννιά.
Τα παλιά χρόνια οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν στις 9 του μήνα.
 Από εκεί βγήκε το τραγουδάκι.
1
Να μη λέτε άλλα λόγια
να αγαπιόμαστε
να χτυπάτε πληκτρολόγια
να ακουγόμαστε.
2
Προσοχή στις λεηλασίες των ψυχών
αντέχουν το διαγούμισμα
σιχαίνονται τους κλέφτες
ύστερα ακολουθούν εγωιστικά στοιχεία
ντυμένα πανανθρώπινες αλήθειες.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Και μη νομίζεις αυτά που λένε, πως θα βοηθήσουν τους φτωχούς, θα το κάνουν πράξη. Οι περισσότεροι, πριν ακόμα εισπράξουν τα χρήματα, το έχουν ήδη ξεχάσει.

Οι ελάχιστοι, οι λίγοι, που θα το θυμηθούν, να μοιράσουν δηλαδή, ένα ελάχιστο μέρος, από τα κέρδη τους, στους φτωχούς, είναι η τιμητική μειοψηφία. Η εξαίρεση, που επαληθεύει τον κανόνα. Αν μοιράσουν αρκετά, θα γίνουν πάλι και οι ίδιοι τους φτωχοί.

Κάποιοι, για να εξευμενίσουν μια αόρατη δύναμη, για να τους φέρει τα προσδοκώμενα καλά αποτελέσματα, επικαλούνται τη βοήθεια της τύχης, του πεπρωμένου, της μοίρας, ή ότι άλλο θέλετε. Να είναι αυτή καλή μαζί τους και αυτοί από τη μεριά τους, δεν θα είναι αχάριστοι, αλλά, θα είναι φιλάνθρωποι. 

Αν εννοούσαν, πως θα βοηθούσαν το σόι τους, αυτό, λίγο πολύ, σχεδόν όλοι το κάνουμε, στο βαθμό που μπορεί ο καθένας.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Ει, παράδεισε που πας; Πόσους αιώνες αλητεύεις μακριά μου;

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Καλημέρα.

Ει, παράδεισε που πας; Πόσους αιώνες αλητεύεις μακριά μου;

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Για να λέμε την αλήθεια, εγώ θα τα έπαιρνα. Εγώ δεν φταίω. Εκείνο δεν μου τα έδωσε. Το σύστημα. Α, ρε παλιοσύστημα.

Τα είχα κανονίσει όλα. Θα έβαζα ένα τάλιρο βενζίνα στο χαλασμένο Ντάτσουν, πραπραπρα πραπραπρα κάποτε θα φτάναμε. Θα τα φόρτωνα και θα φεύγαμε. Απλά πράγματα.

Για αυτό σας λέω, δεν φταίω εγώ σε τίποτε. Φταίει το σύστημα. Α, ρε παλιοσύστημα. Παλιοτζόκερ, τι να πεις.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Καλημέρα.

Χαλάουι.

Του είπε, δεν σε θέλω. Ανήμπορος, να φωτίσει τα σκοτάδια της ψυχής της. Εκείνη, βγήκε στο μπαλκόνι, περιμένοντας την κολοκύθα, που θα γινόταν άμαξα. Το βάτραχο, που θα μεταμορφωνόταν σε πρίγκιπα. Στο μεταξύ, η βροχή ξέπλενε την άσφαλτο, με ένα είδος παράξενης σαπουνάδας, να παρασέρνει τη μαυρίλα.

 Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

ΣΕΡΤΙΚΑ ΤΣΙΓΑΡΑ

Είπα κάποτε να ντύσω
με εικόνες τη γραφή
τι να ανοίξω τι να κλείσω
χάθηκα στη διαδρομή.

Βρήκα τόσες δυσκολίες
είπα πως δεν γίνεται
άλλος με τεχνολογίες
γνώστης καταγίνεται.

Γύρισα στα λόγια τα απλά
δίχως της εικόνας τη λαχτάρα
φορτωμένα πίκρα ή χαρά
σέρτικα άφιλτρα τσιγάρα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 
ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ
ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Έκανε καλό καιρό, κάτι σαν ύστερη άνοιξη, κόντευε μεσημέρι, δουλειά δεν είχα, κατηφόρισα προς τη θάλασσα, από τη βίλα μου, τι βίλα, μια τεράστια έπαυλη, ένα ασύγκριτο παλάτι, αυτά μεταξύ μας, μη φτάσουν μέχρι την εφορία, γιατί αλίμονο μου, το χάνω το λαθραίο, μέχρι την ιδιωτική μαρίνα μου. Η πλαγιά που κατηφορίζει στη θάλασσα είναι δική μου, ο καημός μου, δεν μπόρεσα να περιλάβω στην ιδιοκτησία μου, όλο το βουνό. Έχω εκεί καλά καμουφλαρισμένο κότερο μου, στο Πόρτο Κουφό, εκεί που οι ναζιστές κρύβανε τα υποβρύχια τους, στο μεγάλο πόλεμο. Διαρρύθμισα το χώρο έτσι, που να χωράει καμιά δεκαριά κότερα. Θα βολέψω κάτι φιλαράκια, που δεν έχουν οι καημένοι, μέρος να κρύψουν τις θαλαμηγούς τους. Κάθισα σε ένα τεχνητό βράχο, άρχισα να ψαρεύω, μη φαντασθείτε τίποτα σπουδαίο, γοβιούς, πέρκες, γύλους, άντε κανένα σπαράκι. 

Αγνάντευα το πέλαγο, και συλλογιόμουν, πως έφτασα ως εδώ, ψηλά. «Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. (Σολωμός – Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)» Ο καιρός ήταν γλυκός, ο ήλιος σε ζάλιζε, το αεράκι σε νανούριζε, ξαφνικά ένοιωσα να ταξιδεύω.

Χαλάρωνα, πήραν να σκοτεινιάζουν τα μάτια μου, ένοιωσα ένα δυνατό τράβηγμα από τη πετονιά, μάταια έφερα αντίσταση, το θηρίο που με τραβούσε ήταν δυνατότερο, αλλά δεν είχα σκοπό να του κάνω τη χάρη. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα, με παρέσυρε προς τα κάτω, πήρα δυο κουτρουβάλες, μάτωσαν τα χέρια μου, απείχα δεν απείχα ένα μέτρο από τη θάλασσα, όταν μπόρεσα να σκαλώσω την πετονιά σε μια κολώνα, δεν θυμάμαι αν ήταν Κορινθιακού, Ιωνικού, Δωρικού, ή άλλου ρυθμού. Έφερα την πετονιά τρεις τέσσερις γύρους, έδεσα ναυτικούς κόμπους, κάθισα να ηρεμήσω το ασθμαίνον στήθος μου. Η πετονιά πότε τεντωνόταν σε σημείο να σπάσει, πότε χαλάρωνε. Την πρόσεξα καλά, δεν ήταν η πετονιά που είχα, αλλά ένα γαλβανισμένο συρματόσχοινο, καθώς τεντωνόταν έβγαζε διάφορους ήχους, ντραν ντρον, ντραν ντριν, τόινγκ, μπιγκ μπαγκ και άλλους μελωδικότερους, που απολάμβανα, αλλά δεν μπορούσα να τους καταγράψω, ο μουσικά αστοιχείωτος, ο αναλφάβητος, ο τεμπέλης. Τόσες ευκαιρίες μου είχε προσφέρει η δημοκρατία μας, από το να αποκτήσω τη στοιχειώδη μουσική μόρφωση, ή ακόμη να προχωρήσω και παραπάνω, αν είχα τα κότσια (ένα άσχημο όνομα της δραχμής, που προβιβάστηκε και έγινε ευρώ). Ο άχρηστος δεν επωφελήθηκα από καμιά. Μου άρεσε φαίνεται να παραμείνω ντουβάρι, αλλά τώρα που δυσκολεύομαι να σας μεταφέρω αυτή τη μουσική πανδαισία, βλέπω πόσο αχάριστος υπήρξα. Ακόμα και η χούντα μου πρόσφερε φοιτητική θέση στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο, πάλι αρνήθηκα ο βλάκας. Πίστευα φαίνεται πως έκανα αντίσταση. Δεν είδα όμως γραμμένο πουθενά το όνομά μου, στα αντιστασιακά κιτάπια. Τζάμπα ο κόπος, άδικα τεμπέλιαζα δηλαδή.

Ο τόπος με το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, μου φάνηκε ξένος, αφιλόξενος και κρύος, ένα χάρμα φυγής. Στο πολιτικό σύστημα ήταν πολύ προχωρημένοι, εξέλιξαν τη δημοκρατία στον ανώτερό της βαθμό, την προβίβασαν σε δεινοκρατία. Την ονόμασαν δε έτσι, χάριν ευφωνίας, για να καταριούνται όλα τα κακά της μοίρας τους. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι, αν όχι ευτυχείς. Το καθεστώς έδερνε τη φτώχια, τσάκιζε την ανεργία, πυροβολούσε την ακρίβεια, την ανασφάλεια, το φόβο του θανάτου. Οι εκεί ιθαγενείς ζούσαν εφτακόσια, οχτακόσια χρόνια, πεθαίνανε με το φτυάρι, με το τιμόνι, με το στυλό, με τη ράβδο χρυσού στο χέρι, ανάλογα με τη δουλειά που έκανε ο καθένας. Πρόεδρος της δεινοκρατίας ήταν ένας εθνικός ήρωας, απροσμέτρητου βεληνεκούς. Σε ηλικία δυο χρονών έσωσε τη χώρα από τους βαρβάρους. Ήταν μεσάνυχτα, παραμονή της παραμονής της χώρας στο ευρώ, όταν έβγαλε ένα κλάμα τόσο δυνατό, που οι κοιμισμένοι φύλακες ξύπνησαν από τον ευχάριστο ύπνο τους, ένας από αυτούς, τσεβδός αλλά ταχύπους, τράβηξε της καμπάνας το σχοινί (Γ. Ρίτσος). Έγινε σαματάς, ενώθηκαν οι κίτρινοι με τους καφέ, οι γαλάζιου με τους πράσινους, οι μαύροι με τους καραμαύρους, οι άσπροι με τους πάγους, ρίξανε κάτι μολότωφ, οι εκτός των τοιχών επελαύνοντες εχθροί, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα οχυρά της πόλης. Χάσανε το βασικό τους όπλο, το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η δεινοκρατία τίμησε δεόντως το σωτήρα της χώρας, τον έκανε αρχηγό της. Για τον καμπανοκρούστη δημιούργησαν μια θέση στο ελλιπές δημόσιο, οι καμπάνες χτυπούσαν πλέον με χρονοδιακόπτη. Το γιατρό που διέγνωσε κοιλόπονους του παιδιού, τον στείλανε πρόξενο στη Βραζιλία. Κάποιοι κλακαδόροι μάλιστα λέγανε ότι το κατόρθωμα που έκανε ο μικρός, ήταν ανώτερο από του Ηρακλή, διότι τα φίδια που βάλανε στην κούνια του, ήταν σκοτωμένα.

Δεν μου άρεσε αυτή η χώρα, έλεγα πως και πώς να φύγω, αλλά λες και τα πόδια μου είχαν κολλήσει, δεν μπορούσα να κάνω βήμα, άσε που κάθε τόσο έρχονταν νέα ακούσματα από το συρματόσχοινο. Όλα γενικώς εκεί τα βρήκα χάλια. Που η δικιά μας η δημοκρατία. Οι άνθρωποι εκεί δούλευαν ως ενενήντα χρόνια, αμείβονταν σαν να δούλεψαν, εκατό και βάλε χρόνια. Στην εταιρία φωτός, οι συνδικαλιστές φιλοξενούσαν συνδικαλιστές άλλων χωρών, πληρώνοντας εξ ιδίων. Ήμουνα σε ένα ξενοδοχείο φαγητού, όπου μήτε ξενοδόχο είδα, μήτε γκρούμ, είδα όμως συνδικαλιστές της εταιρίας φωτός. Πλήρωσε, ο πρόεδρος τη μακαρονάδα του φιλοξενούμενου συνδικαλιστή, από την τσέπη του. Μετά έμαθα πως για να μοιραστούν τη ζημιά, ένας πλήρωσε τα μακαρόνια, άλλος τον κιμά, ο τρίτος τη φέτα, δεν έμοιαζε να ήταν κλεψίτυπη, δηλαδή ελληνική, ένας τέταρτος τη μπύρα. Ένας της παρέας χτύπησε παλαμάκια και είπε: «Γκαρσόν, μια κομπόστα ανάμεικτη, με ζουμί από όλα τα κουτιά». Ο φαλακρός σερβιτόρος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, τα πήρε στο κρανίο, πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε χωρίς μουστάκι. Ή έτρεξε η καραμπογιά και το ξύρισε, ή ήταν ψεύτικο και το ξήλωσε από το θυμό του. Πάντως έδειχνε σοβαροφανής, μόνο όταν δεν πήρε φιλοδώρημα, μόρφασε κάπως. Συγκινήθηκα όμως με μια κυρία, η οποία έκλεψε κάτι μαρουλόφυλλα, από το μπαξέ του γείτονα του ΝΙΚΑ. Το έκανα, είπε, για να θωρακίσω τα παιδιά μου. Ως βραδύνους που είμαι, δεν κατάλαβα καλά, από ποιους ήθελε να τα θωρακίσει; Από τους Οστρογότθους, από τους Βησιγότθους, ή από τους Γότθους, γενικά; Διότι αν είναι έτσι, έχει καλώς. Επειδή τα παιδιά των άλλων ιθαγενών, δεν είναι παιδιά, είναι αποπαίδια, είναι παραπαίδια, τα ονομάζουν όμως παιδιά από μεγαλοψυχία, ή χάριν καλολογίας. 

Συνάντησα μάλιστα έναν μεγαλόψυχο χότζα (όχι τον Εμβέρ, τον άλλο του θρύλου, τον καλό, τον αστείο), στον οποίο κατάγγειλαν έναν κλέφτη που είχε κλέψει ογδόντα πέντε κατσικοπρόβατα, από ογδόντα και πάνω η ποινή ήταν θάνατος. Ο φιλάνθρωπος χότζας, για να μη λιγοστέψει το ποίμνιο των ανθρώπων, έγραψε στα χαρτιά ότι είχε γίνει κλοπή μόνο σε πέντε κατσικοπρόβατα, από τα οποία τα δυο ήταν στέρφα. Πρόσφερε ο κλέφτης πέντε υγιή και το πράγμα τακτοποιήθηκε κατά τον καλλίτερο τρόπο.

Δεν ξέρω αν με ξύπνησε ο ήχος της ρυθμιζόμενης με χρονοδιακόπτη καμπάνας, ή ο ήχος του γαλβανισμένου συρματόσχοινου, το βέβαιο είναι ότι ξύπνησα, έτσι τουλάχιστον νομίζω. Όλως περιέργως, ο κουβάς μου, με τα ψάρια και το θαλασσινό νερό που περιείχε, ήταν σχεδόν γεμάτος. Άδειασα το νερό, πήρα τα ψάρια μου, την πετονιά την είχα χάσει, ίσως από το πολύ τράβηγμα του θηρίου.

Ο μάντης Κάλφας, συνταξιούχος παπουτσής, μου είπε ότι το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, είναι ο βασανισμένος λαός, που τον δέσανε στο κρεβάτι του Προκρούστη, το θηρίο είναι το χρέος. Ήταν και αγράμματος, που να είχε διαβάσει το «Ο γέρος και η θάλασσα». Κάποια άλλα πράγματα που είδα εκεί, πότε τα θυμάμαι – πότε μου ξεφεύγουν, αν δεν τα ξεχάσω εντελώς, αν ο καιρός το επιτρέψει, θα σας τα πω κάποια φορά.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Τέλος Σεπτέμβρη, στο καφενείο του χωριού με τον φίλο Κώστα, συμμαθητή στο σχολείο. Πάνω στον καφέ, συζητούσαμε για δουλειές.

Ότι πούλησα πούλησα, ότι δώρισα δώρισα, ότι κλέψατε κλέψατε. Φτάνει πια, το χαλάω το μποστάνι.

 Φθινόπωρο, πάμε για Χειμώνα.

Έχεις δίκιο, του είπα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Χρόνια πολλά Δήμητρα. Χρόνια πολλά Δημήτρη. Χρόνια πολλά Θεσσαλονίκη. Ας το γιορτάσουμε, χωρίς μπαλωθιές.

ΕΦΤΑ ΠΕΠΛΑ

Αν δεις κάποιον, να περνάει από τη γειτονιά σου, καβάλα, σε κούφιο ξύλινο άλογο με τροχαλίες, ή σε σκούπα, να σπέρνει πεφτάστερα ή πυγολαμπίδες πασπαλισμένες με αστερόσκονη, μην με σκεφτείς, δεν θα είμαι εγώ.

Αν δεις κάποιον, με ένα λαγό ντυμένο με πετραχήλια αγκαλιά, μοιράζοντας χαμόγελα, να τάζει τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά και το ακριβό του τόξο, το πολύχρωμο. Τον κόσμο τούτο τον επάνω ή τον άλλο, φλεγόμενο παράδεισο, κόλαση δροσιάς, κόσμους άλλους, φανταστικούς κι’ ανύπαρκτους, ακόμα και στο δόλιο του το νου, να μην νοιαστείς, μην τρέξεις, δεν θα είμαι εγώ.

Αν δεις κάποιον με διθέσιο, στη γη ή στον αέρα, να κόβει βόλτες στη γειτονιά σου, μην με υπολογίζεις, δεν θα είμαι εγώ.

Αν δεις κάποιον με γκρίζα φόρμα της δουλειάς, μα ξασπρισμένη κάπως, με λαμπιρίζουσα τσάπα στον ώμο, να είσαι βέβαιη πως θα είμαι εγώ. Θα έρθω πάλι απρόσκλητος, στα ξαφνικά, να κατοικήσω στα λευκά όνειρα σου. Να πλουτίσω την αχανή έρημη αυλή σου, με τουλίπες λογιών – λογιών, καταγωγής και χρωμάτων. Να σε γλυκάνω με βότανα αρωματικά που θα φυτέψω, της μέντας, του θυμαριού, του δυόσμου, βασιλικού και γαρυφάλλου. Να αγκαλιάσω την παραμελημένη δίψα των βαθύσκιων δένδρων σου, να τα ποτίσω, να τα λιπάνω, να τα κλαδέψω. Μα να φυτέψω κι’ άλλα, για να πλουτίσουμε το βασίλειο μας, των πράσινων κελαϊδισμών. Τότε που θα βογκάει η αυλή σου, βαρυφορτωμένη, από ρόδα και ροδιές, σπουργίτια και αηδόνια. Ακολουθώντας τις γελαστές αμυγδαλιές, θα μπούνε στο χορό οι κερασιές, γεμάτες βόμβο μελισσών.

Τα εφτά πέπλα της αυγής,
θα ξετυλίξω ένα – ένα,
ώσπου να βρω
την αλήθεια του κορμιού σου,
γυμνή.
Θα σε λούσω με λεμονανθούς
και με αυτούς θα μεθύσουμε.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Σ’ αφήνω τώρα, κλείνω, γεια. Ετοιμάζουν καγκελόφραχτους ιππότες. Με αυτούς θα ακούνε πατριωτικούς παιάνες και θα γαληνεύει η ψυχή τους, των έμπορων ανθρώπινης σάρκας. Μηχανές που ξερνάνε θάνατο και καταπίνουν πίσσα.

Με κυνηγάει το απόσπασμα. Οι εξωγήινοι είναι ήδη εδώ. Τα βαμπίρ, λένε πως ήρθαν, να μας πιουν το αίμα. Θα μας κομματιάσουν πρώτα, μετά θα μας ανατάξουν, όσους από μας απομείνουν, τελικά…

Ένας … περιστρέφεται γύρω από το κεφάλι μου. Λες να είναι, από την καλοπέραση, από την ανία μου; Από την υποχρεωτικά εξαντλητική δίαιτα; Ή μήπως βλέπω αστεράκια; 

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα

Ξόδεψα
πολλή ζωή
να σ’ έχω.
Πόσες ζωές
να αναλώσω
για να σε
ξεχάσω;

Να γλιτώσω
την ψυχή μου
από τη θύμησή σου;

Βρέχει σιωπές
για κάποιους νύχτα
που να κρυφτώ
να μη σε βλέπω
να μη σ’ ακούω
να μη σε σκέφτομαι.

Να μην υπάρχω.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.
Ε ρε τι σου κάνει  μια οξεία, σε λάθος συλλαβή.  Είπα, αμήν και πότε; Είπε,  αμήν  και ποτέ!

Δεν μπορούμε να ζούμε με τις πληγές των άλλων. Ας φροντίσουμε τις δικές μας.

Απέχω εν πολλοίς. Σκέφτομαι. Μετά λέω: Άμα περιμένεις να διακριβώσεις ή να επιβεβαιώσεις την ύπαρξή σου,  μέσω  του φατσοβιβλίου, την έβαψες.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Αρχίζουν τα οργώματα
ακολουθεί η σπορά
με άει και με μαλώματα;
Α, μπα! Τα ζώα μου αργά.

Άροτρο υνί
γυμνή γυνή
και ο σπορέας;
Πολέμαρχος Κορέας.


Επιλήσμων εκ παλαιόθεν

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.


Μην ανησυχείς με τον καιρό
μην ψάχνεις το χρόνο
εκείνος ξέρει
εκείνος σε ξέρει
όπου και να πας θα σε βρει.


Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων