Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Όταν θέλεις κάτι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις. (Κοέλιο – Ο Αλχημιστής – εκδόσεις Λιβάνη 1996.)

Τι να πεις; Είναι δόγμα, μαθηματικός νόμος, το είπε, ο θεός παρά κάτι.
Αλλά όμως, μεγαλύτερη μπαρούφα από αυτήν δεν υπάρχει.

Είναι απάτη κατ’ αρχήν, γιατί είναι διατυπωμένη σαν ακατάρριπτο δόγμα, κάτι σαν θρησκευτική αλήθεια, θεόθεν πορευόμενη, ή κάτι αναντίρρητο, σαν Ευκλείδειο θεώρημα.

Ενώ γνωρίζουμε τη φάρσα, που κατοικεί στη φράση, αντί να την αποκαλύψουμε, κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Χτίζουμε θρόνο για αυτήν, την προσκυνάμε. Την γράφουμε, την αντιγράφουμε, την αναμασάμε, την κλέβουμε. Ελπίζοντας πως κλέβοντάς την, μπορεί να κλέψουμε και ένα κομμάτι, από την δόξα που την συνοδεύει. Κοέλιο βλέπεις.

Πες αυτήν την πανάκεια, ως λυτήριο επώδυνων προβλημάτων, που βιώνει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη. Επανάλαβέ την, σε κάποιο παλληκάρι εκ γενετής τυφλό, στον εξωσμένο, στον άστεγο, στον άνεργο, στον άπορο.

Μπορεί να είναι ύποπτη η φράση και για κάποιους άλλους λόγους. Την ευλογούν κυβερνήσεις, ιερατεία, καπιταλιστικές οργανώσεις.

Έκανε μια παράλειψη ο παρά κάτι θεός, δεν έθεσε στη φράση την ιδιότητα της ευχής ή της πιθανότητας. Μακάρι, μπορεί, ίσως. Τότε η φράση θα είχε κάποια δυνητική πιθανότητα πραγμάτωσης ή κάποια παραμυθητική γοητεία. 

Όλα αυτά ανάγονται στη σφαίρα της υποκειμενικότητας, της επί μέρους ή καθόλου αλήθειας. Τόσο η τρανταχτή φράση του μεγάλου συγγραφέα, όσο και τα δικά μου γραφόμενα.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΤΡΑΜΠΑ

-                                Μαύρα σύννεφα βαρειά
            στείλε βαρδάρι μακριά

-                                 Πως δεν το σκεφτήκαμαν
      να κάνουμε νταλαβέρι
      με την μαμά Αμερική
      να κάνουμε μια ΤΡΑΜΠΑ
      τίμια και πολύ συφερτική
      μας δίνουν Τράμπ
      τους δίνουμε Τσίπρα
      να ηρεμήσει και ο Κούλης
      κάθε μέρα εκλογές ζητάει
      καλό και για τον Τσίπρα
      ένα τσιγάρο δρόμος η Κούβα
      να πηγαίνει για γουήκ εντ.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Στον κόσμο τούτο χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει (στ. 52)
Πόθος και όραμα και πάθος του Σολωμού που γράφει, επεξεργάζεται μέχρι το 1844, το ημιτελές, όπως τα περισσότερα ποιήματά του, τους ελεύθερους πολιορκημένους, από την Κέρκυρα, είναι να φθάσει, να απλωθεί το μήνυμα που στέλνει, σε όλη την Ελλάδα, μα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Ποιο είναι αυτό το μήνυμά του; Δεν έχω άλλο στο νου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα. Αφορούν και τα δυο τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Χρέος τιμής θεώρησε τη συμμετοχή του κάθε Έλληνα, στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Διακαής πόθος – πόνος, να αποκτήσουν τον βίαια απολεσθέντα γεωγραφικό χώρο, μαζί με τον οποίο έχασαν σε μεγάλο βαθμό, την ταυτότητα, την ατομικότητά τους. Το χρέος αυτό προς την πατρίδα, το εκπληρώνει ο ίδιος με την γραφίδα του, γινόμενος συνειδητά ο νέος Πίνδαρος της. 

Στην πορεία του απελευθερωτικού αγώνα, ο Έλληνας δεν δειλιάζει, δεν οπισθοχωρεί μπροστά στα δεινά που τον περιμένουν, στερήσεις, πείνα, θάνατο ,σύμφωνα με τα γραπτά του. Αντίθετα, δίνεται ολόψυχα στον αγώνα, για να καταγραφεί στο πάνθεο των δοξασμένων παιδιών της.

Συγκριτικά με την ανύπαρκτη, ως απαράδεκτη, τεράστια διαφορά αναγνωρισιμότητας μεταξύ των ποιητών Σολωμού και Καβάφη, αυτή ερμηνεύεται συγκρίνοντας από τη μια πλευρά, στα μέσα της εποχής του Εθνικού ποιητή και της εποχής του Αλεξανδρινού. Έχουμε βέβαια, από τη μια μεριά τον Σολωμό της εθνεγερσίας, από την άλλη τον Καβάφη της παρακμάζουσας Αλεξάνδρειας. Κατά δεύτερο λόγο ή κατά ίση μοίρα, έχει να κάνει με τη θεματολογία των ποιητών. Ο Σολωμός απευθύνεται, κυρίως, στους ξεσηκωμένους Έλληνες, ενώ ο Καβάφης με τα φιλοσοφικά του ποιήματα, σε ευρύτερο κύκλο ανθρώπων. Κλείνω αυτή την παράγραφο, με μια αποστροφή του Αλεξάνδρου Ζήρα: Ο Διονύσιος Σολωμός, είναι ο κορυφαίος στην κλίμακα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ποιητής. (1.)

Ο Μίκης Θεοδωράκης ανάμεσα στα άλλα, έγραψε τα παρακάτω για τον ποιητή: Πέρα από τη μέγιστη λογοτεχνική του αξία, το συναρπαστικό ποίημα του Σολωμού που αργότερα, με την ευκαιρία της Ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα, έγινε ο Εθνικός Ύμνος της πατρίδας μας, είναι, από κάθε άποψη, ένα από τα πιο προοδευτικά ποιητικά έργα που γράφτηκαν ποτέ στην ελληνική γλώσσα. Ως συνθέτης δε, θαυμάζω τον τρόπο με τον οποίο ο Μάντζαρος, ο οποίος έχει δώσει μαθήματα μουσικής στον Σολωμό, ανακάλυψε και έφερε στο φως την εσωτερική μουσική του ποιήματος, όταν το μελοποίησε για τετράφωνη ανδρική χορωδία και πιάνο. Και νοιώθω ευτυχής και δικαιωμένος, γιατί εκείνο που έκαναν ο Μάντζαρος με τον Σολωμό ήταν εκείνο που, τόσες γενιές αργότερα, κάναμε με τον Ρίτσο στον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη, με τον Ελύτη στο Άξιον εστί, με τον Σεφέρη στο Μυθιστόρημα…

Μπορεί να φανταστεί κανείς την ελληνική συνείδηση και την ελληνικότητα χωρίς αυτά τα λόγια του Σολωμού για την Ελευθερία να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων εδώ και τόσες γενιές; Όχι. Ο Σολωμός και ο Μάντζαρος έβαλαν την μεγάλη τους σφραγίδα στην έννοια και τη συνείδηση της ελληνικότητας. Η ποίηση και η μουσική, χέρι χέρι, στην πιο μεγάλη τους ώρα, ενέπνευσαν γενιές Ελλήνων να αγωνιστούν, τους έδειξαν και τους άνοιξαν το δρόμο προς την Ελευθερία, όπως πάντοτε συμβαίνει. Και όπως, ασφαλώς, θα τον ανοίξουν και πάλι. ( 2.)

Παραπομπές: 1, 2, Από το Κυριακάτικο (18-1-2014) ένθετο αφιέρωμα στον ποιητή, της εφημερίδας «Το Βήμα».

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

ΠΟΙΑ ΣΚΟΝΗ ΣΚΕΠΑΣΕ

Ρίχνω κέρμα να ακούσω
αγάπης τραγούδι
ο παλιός των ημερών
το λάθος έγινε στα πλήκτρα
συμβαίνει πολλές φορές
και στα γραπτά μου
άλλα θέλω άλλα γράφω.

Τα τζάμια τρίζουν
ουρλιαχτά σεισμοί
καταρρέουν κτίρια
από το χωριό μου κατέβηκα
λέω:
Έτσι τραγουδάνε
τώρα την αγάπη;
Που είναι
Τα ματόκλαδα σου λάμπουν
σαν τα λούλουδα του κάμπου;
Τι απέγινε Του κήπου η κορομηλιά;
Ποιο μαύρο πηγάδι κατάπιε
Την όμορφη πόλη;
Ποια σκόνη σκέπασε
Το βαλς των χαμένων ονείρων;
Που να πήγε τάχα
Η βοσκοπούλα που αγάπησα;

Σε ποιο παλαιοπωλείο
να βρίσκεται το ευαγγέλιο
του έρωτα τραγουδισμένο
στη γλώσσα του λαού
Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία;

Δεν με παίρνει λέω να
Φεύγω,να πάω πίσω στο χωριό μου.

Μια βαριά διερχόμενη νταλίκα
σκέπασε τα ουρλιαχτά.          

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων
      

Κοσμάς Ηλιάδης 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΤΡΕΧΑΝΕ

Κι αυτοί που τρέχανε καβάλα
σ’ άλογα άνεμους
για να προλάβουν τον καιρό
να μπούνε στην καρδιά της άνοιξης
και στην καρδιά του Ήλιου
να τις μοιράσουν στα παιδιά
ζαχαρωτά κομμάτια
με την καρδιά τους.

Ονειρευτές, δεν ξέραν τάχα
μα δεν τους είπε κανένας
νους εχέφρων
δεν κομματιάζεται η άνοιξη
δεν καταχτιέται ο Ήλιος.

Τους πρόλαβε μικρόψυχος καιρός
διαλύοντας κορμιά ψυχές αγάπες
λιγόστεψαν αραίωσαν χαθήκαν.
Άλλοι πήρανε παραμάσχαλα
κάτι αιώνια μέτρα
φυματίωση ρευματισμούς τύφλωση
από τα μπουντρούμια που τους ρίξανε
για να στεγνώσουνε τη μούχλα τους.

Και από τα νησιά της εξορίας.
Καθώς γέρνουνε
τα απογευματινά ηλιοτρόπια
δυτικά στα «κοιμητήρια»
μετρούν πολλούς θανάτους.
Kάθε μέρα.

Σύρμα το σύρμα
έπεσε το σύρμα
στο συρματόπλεγμα
αγκαθωτό.
«Ευφαμήτε» το οποίον
μη μιλάτε
για να έχετε γλώσσα.

Άλλοι κουβαλήσαν
τη φυλακή στα σπίτια τους
και είναι έτσι τώρα
όλα τους είναι ήσυχα.

Και είμαστε έτσι τώρα.
Όλα μας είναι ήσυχα.

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων
      

Κοσμάς Ηλιάδης 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017


Καλημέρα.

ΕΞΩ ΧΙΟΝΙΖΕ ΕΝΟΧΕΣ

Έξω χιόνιζε ενοχές.
Έκοβε η μνήμη φέτες φέτες
παλιά και νέα φαντάσματα
έσπερνε εκρηκτικές σιωπές
θέριζε κατάμαυρες πίκρες
έβρεχε παλιούς καημούς
φύτρωνε καινούργιους πόνους.
Αγνάντευε ο γέρο πλάτανος
τα χιόνια στο σπίτι των θεών
ανήμπορος από καιρό
να κοιτάξει χθαμαλά
αντίθετος να απλώσει χέρια
να διαγουμίσει να αρπάξει
να τα γεμίσει άδικα χαράμια.
Δουλέμποροι και δουλοκτήτες
ευπατρίδες πρωτοπόροι εθνοκάπηλοι
λιγόψυχες, στα στενά δειλές, πατριαρχίες
ίδια ρότα, εγκληματική, ίδια πλεύση.
Συνέταιροι ανθρωποφάγοι
το συμφέρον ενώνει
γενεές δεκατέσσερις κι’ ακόμα παραπέρα
τυμβωρύχοι εφηβικών ονείρων
υλοτόμοι άγουρων ψυχών
έμποροι των άτυχων λαών
δυνάστες κυνηγημένων ανθρώπων
που διανύουν χιλιάδες στάδια
με το αχ στο στόμα
«κουράγιο ακόμα λίγο για να φτάσουμε
λίγο ακόμα και φωτίζει»
γυρεύοντας στη δύση της σωρευμένης ενοχής
της εγκληματικής ισότονης συναυτουργίας
η ζωή να ανατείλει και για εκείνους
πως όλα δεν χαθήκανε ακόμη
πως είναι ακόμη ζωντανοί
ανάμεσα σε τόσους πεθαμένους
γυρεύοντας μια δεύτερη ανατολή
μια δεύτερη φτωχή ελπίδα.
Από τις χώρες των σταυροφοριών
για τις χώρες των σταυροφόρων
τι καλό να περιμένουν από σταυροφόρους;
Παλιοί και νέοι σταυροφόροι
ανοίξανε τις πύλες της κόλασης
η μακρινή η μεγάλη Αμερική
νόθα απόγονη του Νέρωνα
συνδαυλίζει τις φλόγες εκ του μακρόθεν
ανοίγουνε βαθιές πληγές
ύστερα ψάχνουν για επιδέσμους.
Κι’ έρχονται πυρκαγιές αλμύρας
πυρκαγιές πικρών θανάτων
πάνω στους λευκούς αφρούς
των γαλάζιων κυμάτων.

Κι’ έρχονται φωνές αφανισμένων
από την εσχατιά του άδη.
«Εμείς αδέλφια αφανιστήκαμε
εσείς θα πρέπει να σωθείτε
κάποιοι πρέπει να απομείνουν
για να στείλουν μήνυμα στην οικουμένη
άδικα πως μας στείλανε
εδώ στη μαύρη χώρα.

Φωτιά στα άγρια σκυλιά του ISIS
και σε όλους τους εγκληματίες πολέμου
αλάτι μαύρο στη ζωή τους».
Έξω χιόνιζε ενοχές.

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Καλημέρα.

ΒΑΘΟΣ ΠΟΝΟΥ

Τον κοίταξε κατάματα, σε βάθος πόνου. 

-Άλλαξες πολύ, σε δέκα μέρες, δέκα μέρες είναι, δεν είναι δέκα χρόνια, τον επιτίμησε. 

- Ο χρόνος διαστέλλεται, όταν δεν πας με τα νερά του. Τα λεπτά μετριούνται μέρες.

- Ναι, έριξε πολλά νερά ο καιρός, δέκα μέρες. Συννεφιάζει πάλι, έρχεται καινούργια μπόρα. Φεύγω, πριν με προλάβει. Κοίταξε να αλλάξεις ρότα, φρόντισε να περνάς καλά. 

- Με συννεφιά, με μπόρα;

- Με κάθε καιρό, φτιάξε τον μέσα σου καιρό, Στρίμωξε το χρόνο, να μην διαστέλλεται, κάθε που γουστάρει να σε καταπονεί.

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Καλημέρα. Καλή εβδομάδα.

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΚΡΑΣΙ

Δεν τις άρεσε το πληκτικό χαμόσπιτο, κατά τα μεσάνυχτα ξεπορτίζανε, αθόρυβα με προσοχή περίσσεια, μην τις ακούσει η εχθρεύουσα. Λύνανε το σκύλο από την αυλή του αρχοντικού, τον έπαιρναν μαζί τους.

Αλητεύανε στα στέκια του Τσιτσάνη, Καραμπουρνάκι, κούτσουρα του Δαλαμάγκα, Περαία, Μπαξέ Τσιφλίκι, Αγία Τριάδα. Επιστρέφανε λίγο πριν το χάραμα, πρωτού ξυπνήσει η κακιά, διαλυμένες. 

Που όρεξη για δουλειά την άλλη μέρα, εξ άλλου ξυπνούσανε το μεσημέρι. Πότε – πότε γλιστρούσαν κάποια ξένα δάκρυα, η στάχτη τα ρουφούσε αμέσως, σβήνοντας τα ίχνη τους.

Άλλες πάλι φορές, κάποιες αποκηρυγμένες τρίχες μύστακος, μισοκοιμόντουσαν στο βυθό τους. Με τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου, μαζεύονταν οι τέντες, κλείνανε ένα - ένα τα καταστήματα. 
Ήταν η εποχή που μανταλώνανε πόρτες και παράθυρα, να μην αλωνίζει ελεύθερα το κρύο και η υγρασία.

Τότε άρχιζαν να μυρίζουν παράξενα, τσιγαρίλα, όμως πιο έντονα το κόκκινο της φωτιάς κρασί, οι γόβες της σταχτοπούτας

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Καλημέρα.

Πίστη και απιστία
ποιο όνειρο δεμένο
τύχη και αλητεία
τι κέρδος τι χαμένο.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων
Κοσμάς Ηλιάδης

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017


ΚΑΙΡΟΣ

-Καιρός πια να αλλάξεις καιρό, είπε.
-Φεύγοντας τι θέλεις να πάρω;
-Τις ρυτίδες μου
χαράζουν αυλάκια
στο μέτωπο
σαν λείπεις!

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Ο ΧΡΟΝΟΣ 

Με λυμένα κορδόνια
τρέχει ο χρόνος
δεν πέφτει
ούτε μπουρδουκλώνεται
δεν κοντοστέκεται
για ανάσες ξεκούρασης
αντίθετα
δεινός χορευτής ο ίδιος
μας χορεύει στο ταψί.

Να μην είχα
ένα κομμάτι ουρανό
να τον εκδικηθώ.


Με αστραφτερά σπαθιά
ανοίγει δρόμους
η λησμοσύνη
εσύ αργός καημός
τι να προλάβεις.

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Καλημέρα.

Τόση αγάπη, τι να την κάνεις, που να τη βάλεις;
Μας αγαπάει πολύ, μας παιδεύει περισσότερο.
Ο καιρός.  

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Καλημέρα.

Χρόνια πολλά, πνευματώδη. Χρόνια πολλά, Φωτούλα, Φωτεινή, Φώτη, Φωτεινέ. Χρόνια πολλά Ιωάννα, Γιάννα, Γιαννούλα, Ιωάννη, Γιάννη. Χρόνια πολλά  σε όσες και όσους γιορτάζουν ή έχουν γενέθλια.

Για όσους δεν πρόλαβαν… Λέγεται βέβαια, ό,τι, μητέρα της μαθήσεως είναι ή επανάληψη.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΒΑΓΟΝΙ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ

Ολόκληρο ψητό γουρουνόπουλο, μπριζόλες, μπιφτέκια, σουβλάκια, λουκάνικα και σουτζουκάκια, σπανακόπιτες, πρασόπιτες, τυρόπιτες, λουκανόπιτες, άλλες πίτες που δεν γνώριζε, ή δεν μπορούσε να ονομάσει, σαλάτες με αγγουροντομάτα, μαρούλι, μπρόκολο, ρόκα, μελιτζάνα, τζατζίκι, ρώσικη, γλυκά τα καλλίτερα, κρασιά μεσαία, διάφορα αναψυκτικά. Kι’ αυτός να λείπει; Πρόθυμος καταναλωτής, λόγω συνθηκών, σε όλα. Αν μπορούσε να πάρει κάποια κρεατικά, για το σκύλο που δεν είχε, σε σακούλα θα το έκανε, κάτι να πάει στο σπίτι, στις τσέπες του έστω…… Αλλά αυτός έλλειπε, κρίμα. Από την άλλη μεριά, ήταν η έκτακτα σπουδαία πρόσκληση του φίλου του μια μεγάλη δουλειά, με ξενοδοχειακή μονάδα, που προγραμμάτιζε, μια εταιρία Ελληνικών και ξένων συμφερόντων.

Τα χρήματα που συγκέντρωσε, ήταν απίστευτα πολλά, για εκείνον και για τις κρίσεις του. Είχε να πάρει χρόνια τόσα χρήματα μαζεμένα, χρόνια πολλά, να πιάσει τόσο πολύ, ζεστό ζωντανό χρήμα. Αν δεν τον καλούσαν, αν δεν προέκυπτε, θα ήταν στην τραπεζική ευωχία. Συνέπεσαν βλέπεις και τα δυο, είχαν χρονική ταυτότητα που λέμε. Έτσι διάλεξε τη δουλειά, χωρίς να υπολογίζει ότι θα αποκτούσε μια μικρή περιουσία, για τα δικά του δεδομένα. Χαρούμενος και λυπημένος, γιατί να συμβούν και τα δυο μαζί! Το καλό και το κακό. Μάλλον όχι, τα δυο καλά, που επειδή έτυχε να συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο, το ένα επικάλυπτε το άλλο και το προσδιόριζε αυτόματα σε κακό. Σε απωθημένη και μη πραγματοποιούμενη επιθυμία – έλλειψη.

Το χρώμα του χρήματος επικάλυψε όψεις και μυρωδιές, εδεσμάτων, ποτών, γλυκών και φρούτων. Ας είναι έτσι, ήταν ένα όνειρο και πάει. Είδε τον αριθμό προτεραιότητας στον πίνακα της τράπεζας, διέκοψε το ταξίδι του στα φαγητά και τα ποτά, πλήρωσε έξι καθυστερημένες δόσεις από το ενοίκιο του σπιτιού, και απέτρεψε ή ανέβαλλε την έξωσή του. Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, μελωδεί εμφαντικά η λατέρνα. Μυρωδιά από ψημένα κάστανα, ανωθρώσκοντες υδρατμοί από σαλέπι. Υπερήλικας λαχειοπώλης, μοιράζει προσδοκίες, όνειρα ανάλογα πάχους του πορτοφολιού. Μανιασμένα κύματα του Δούναβη πλημμυρίζουν την Τσιμισκή. Τυφλός μουσικός, το κέρμα δεν κουδουνίζει στη θήκη του βιολιού. Βιτρίνες, χρώματα και νέον, χιλιάδες κόσμος, τάχα να ξέρουν στ’ αλήθεια για πού βαδίζουν; Είναι τυφλοί και δεν το γνωρίζουν; Κι’ αυτός ποιος είναι που θα τους κρίνει; Αυτός κι’ αν είναι, ναι, «τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τε τω όμματι ην». Είναι υποχρεωμένος να το μεταφράσει; Πολλοί συγγραφείς, και ο Σεφέρης, παραθέτουν ολόκληρα κατεβατά, δικά τους ή όχι, σε ξένη γλώσσα. Θεωρεί λοιπόν ο Σεφέρης άξιους αναγνώστες του, δηλαδή επαρκείς, αυτούς που γνωρίζουν πολύ καλά, τουλάχιστον δυο και τρεις γλώσσες; Εμείς οι υπόλοιποι; Τα λεφτά μας πίσω. Συγγραφική αλαζονεία, κομπορρημοσύνη ή λάθος; Αυτά τουλάχιστον είναι ελληνικά! Χωρίς γλωσσικό ρατσισμό, δεν είναι καλλίτερη η γλώσσα μας. Απλά είναι η μητρική μας, η δική μας γλώσσα. Λιγότερο αλαζών, κομπορρήμων, μικρότερο λάθος. Μα τι θράσος. Ευκολότερο να συγκριθείς με το Μωάμεθ, το Βούδα, παρά με ένα Νόμπελ.

Ο Όμηρος τυφλός συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο Τζόυς σχεδόν τυφλός τον Οδυσσέα. Πάλι αυτός ο έλληνας, χώνεται παντού, πολυμήχανος και πανούργος. Ο Μπόρχες το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, το δημιούργησε σχεδόν τυφλός. Προβλήματα όρασης είχε τελευταία πριν αποδημήσει, ο ευπατρίδης, ο αριστοκράτης, ο έγκριτος νομικός, σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Γούλας.

Πλήρωσε τους πιστωτές του, στα γειτονικά μαγαζιά, πήρε κάτι πρόχειρο από το σουβλατζίδικο. Ήταν άλλος άνθρωπος, χαιρετούσε τους γείτονες, δεν απέφευγε την κουβέντα τους, απέκτησε ένα βάρος στο περπάτημα, σαν να ψήλωσε μεμιάς. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του, στο κατώφλι του φρέσκοι λογαριασμοί τον περίμεναν. Το ρεύμα, το τηλέφωνο, δυο πιστωτικές κάρτες και μια διαφορετική. Ευχετήρια πρόσκληση, για τις επερχόμενες γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους, ζωγραφισμένη δια χειρός Ευανθίας Καλιφωτίδου. Η πρόσκληση έγραφε: «Κύριο Ευδόκιμο Χαντακωμένο, επίτιμο πρόεδρο του περιηγητικού συλλόγου «Οξυγόνο». - Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του Περιπατητικού ομίλου Θεσσαλονίκης, σας καλούν στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή που θα διοργανωθεί στην Δ. προβλήτα του Λιμανιού την Τετάρτη 21-12 του έτους χ ώρα 2 μ.μ. Η παρουσία σας θα είναι τιμή για μας.- Έφτασε άκαιρα στον παραλήπτη. Αφορούσε, την παρελθούσα γαστριμαργική κοσμογονία, που έχασε. Δεν βόλεψε, δεν μπόρεσε να συνταιριάξει και τα δυο: «Την μεν φιλείν, την δε θεραπεύειν». Σαν πρόεδρος, υπήρξε χρόνια η καρδιά του συλλόγου οξυγόνο, πλήρωνε μεγάλο μέρος των ελλειμματικών υποχρεώσεων, που πάντα κατά διαβολική συγκυρία, ο σύλλογος είχε. Δεξιώθηκε κόσμο και κόσμο στην κατοικία των θεών. Λένε πως έσωσε πολλούς από το χαμό, του χιονιού, της βροχής, του δρόμου ή της ζωής. Εκείνος δε μιλάει ποτέ για αυτά. «Παλαιολιθικές τρέλες» απαντάει δύσθυμα, όταν προσπαθούν να ανάψουν κουβέντα οι φίλοι του, γύρω από αυτά. 

Είδε και την κάρτα του φίλου του, θυμήθηκε την πρόσκληση, για μια μεγάλη δουλειά. Μια μεγάλη εταιρία ελληνικών και ξένων συμφερόντων, είχε στα σχέδιά της, ετοίμαζε την ανέγερση μια σπουδαίας ξενοδοχειακής μονάδας. Ήταν μια αναδυόμενη κατά τα φαινόμενα μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Του ζήτησε να πάει στην πρωτεύουσα, να δει το χώρο, να υποβάλλει προτάσεις και στη συνέχεια να κατασκευάσει τη σχετική μακέτα, με τις συνοδευτική του προσφορά. Πήρε το λεωφορείο με αριθμό 3 για το σταθμό, από εκεί πήρε το επόμενο τραίνο για την Αθήνα.

Παραμονές Χριστουγέννων - πέντε μέρες πριν τα Χριστούγεννα - βρέθηκε στην Αθήνα, στο δρόμο από το σταθμό Λαρίσης, πέρασε από την Ομόνοια. Είδε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο βαρυφορτωμένο. Άνθρωποι βιαστικοί, βαρυφορτωμένοι κι’ αυτοί έγνοιες, έγνοιες πολλές. Δεν σου δίνουν σημασία, που να συγκριθεί αυτή η πόλη με τη νύφη του Θερμαϊκού, με την παραλία της, με την πλατεία της. Στη Θεσσαλονίκη, όλα ήταν στολισμένα, οι βιτρίνες, οι δρόμοι, τα σπίτια, οι πλατείες. Η δική του πόλη έμοιαζε σαν κουφέτο, σαν κουραμπιεδάκι πασπαλισμένο με άχνη, σαν μελομακάρονο φορτωμένο καρύδια και σιρόπι. Που να τον κρατήσει η Αθήνα, άφησε τις δουλειές του μισοτελειωμένες και έφυγε σαν κυνηγημένος. 

Στο τραίνο της επιστροφής του ήταν βαρύς και δύσθυμος, οι δουλειές του δεν πήγαν καλά, όπως προγραμμάτιζε, έλπιζε και ευχόταν. Χωρίς να το ομολογήσει βέβαια, πως επειδή ήταν αφηρημένος και βιαστικός, δεν συνεργάσθηκε όπως θα άρμοζε σε έναν σωστό επαγγελματία. Δεν έγινε ούτε καν προκαταρκτική συμφωνία, για ανάθεση, δεν του ζητήθηκε η μελέτη του χώρου, η κατασκευή μακέτας, για τα περεταίρω. Ναυάγησε λοιπόν η μεγάλη δουλειά, με την αναδυόμενη κατά τα φαινόμενα μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα.

Το μόνο καλό στην ιστορία ήταν που ο φίλος του επέστρεψε δυο χιλιάδες ευρώ, δανεισμένα εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή ξεγραμμένα. Ένα καλό «δώρο» να περάσει καλά τις γιορτές, να ξελασπώσει και από άλλα χρέη. Έβαλε το κάθισμα σε θέση ανάκλησης, προσπάθησε να χαλαρώσει, έκλεισε τα μάτια, προσμένοντας να ταξιδέψει στη χωρά του Μορφέα.

Την πορεία του προς τα εκεί, ανέκοψε κλάμα μωρού. Έντονο, δυνατό, παρατεταμένο. Τι πόνο να είχε το βρέφος, που συνέχιζε το γοερό κλάμα του; Η μουσική πανδαισία του συνόδευε το ρυθμικό βόμβο, που ανέδιδαν οι ρόδες στις ράγες του τραίνου. Μια υπέροχη δοκιμασία, για τα έτσι και αλλιώς, τεντωμένα νεύρα του.

Σας παρακαλώ, κάντε κάτι, ηρεμήστε το μωρό σας, δώστε του την πιπίλα του, σκέφτηκε να πάει να πει στους γονείς του. Δεν το έκανε. Σε κάποιο βάθος χρόνου, ανυπολόγιστου, αφού διαστέλλεται σε τέτοιες καταστάσεις, τον πήρε ο ύπνος. Χαλάρωσε, ταξίδευε διπλά, στο χώρο και στο χρόνο.
Τον ξύπνησε το γάργαρο γέλιο του μωρού. Έντονο, δυνατό, παρατεταμένο. Ένα γέλιο ιδιαίτερο, που μόνο αυτό μπορούσε να δώσει, όπως αυτό ήξερε, όπως όλα τα μωρά μπορούν και ξέρουν. Μια ευτυχία τον πλημύριζε. Υπήρχε πλέον, νέα μουσική συμφωνία, από το γέλιο του μωρού, ανακατεμένο με τον ήχο από τις ρόδες στις ράγες του τραίνου. Μια παρατεταμένη ευτυχία, με μουσικές, χάδια, θροίσματα αγγέλων. Ανάσανε βαθιά, τόση χαρά, τέτοιος θησαυρός, κρυμμένος σε μια μικρή, τόση δα, ψυχούλα.

Το Θείο βρέφος, ψιθύρισε.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, τέντωσε το λαιμό του, προσπάθησε να απολαύσει και οπτικά, το ευειδές γεγονός. Στάθηκε αδύνατο, πέντε σειρές καθισμάτων, τον χώριζαν από τον παράδεισο.
Άραγε τι χρώμα να είχαν τα μάτια του Θείου βρέφους; Τι χρυσές αναλαμπές ακτινοβολούσαν, στο απόγειο του χαρμόσυνου γάργαρου γέλιου του; Τι χρώμα να είχαν τα μαλλιά του, πώς να ήταν το πρόσωπό του;

Έχετε ένα αγγελούδι μαζί σας, σκέφτηκε να πάει να τους πει. Δεν το έκανε. Οι γονείς του γνώριζαν καλά, το θησαυρό που είχαν στην αγκαλιά τους. 

Αλλά όμως, δεν θα μάθουν ποτέ, την ευτυχία που χάρισε, σε κάποιον άγνωστο άνθρωπο, παραμονές Χριστουγέννων, σε κάποιο βαγόνι του συρμού.

Έφτασε στο διαμέρισμά του κατάκοπος, μα περισσότερο θυμωμένος με τον εαυτό του, που έχασε ένα σημαντικό για αυτόν διήμερο, παραμονές Χριστουγέννων, σε ένα άσκοπο εκ του αποτελέσματος, πήγαινε – έλα, στην Αθήνα.

Πάλι αυτό το απαίσια, ασταμάτητα επαναλαμβανόμενο τικ – τικ – τικ – τικ, της βρύσης χτύπησε κατευθείαν στα μηνίγγια του. Σαν να καρφώνεις καρφιά σε τσιμέντο. Έστριψε το διακόπτης της βρύσης, μέχρι στραγγαλισμού, ατάραχο το νερό συνέχισε να τρέχει. Πόνεσαν τα χέρια του από την προσπάθεια. Φοβήθηκε μην κάνει ζημιά, μην του μείνει ο διακόπτης στα χέρια και πλημμυρήσει το σπίτι, και σταμάτησε την προσπάθεια. Τέτοιες χρονιάρες μέρες, άντε να ψάχνεις υδραυλικό, να σου διορθώσει τη ζημιά. Έβαλε το σφουγγάρι κάτω από τη βρύση. Ο σπαστικός ήχος από το νευρικό τικ – τικ σταμάτησε να ακούγεται. Χάρηκε, ήταν σαν να την επισκεύασε. «Δεν υπάρχει διαρροή, αφού δεν την ακούω», μονολόγησε περήφανος.

Ήπιε ευχαριστημένος τον καφέ του. Θυμήθηκε τους στίχους του αφανούς ποιητή – φίλου του: ΕΣΤΙΑ: Αυτοί οι δρόμοι/ αυτή η πόλη/ είναι χαμένη. /Αν δεν υπάρχει/ φωτιά ν’ ανάβει /να σε προσμένει./ Τόσο Ψέμα για να πεις ένα παράπονο; Η πόλη καλά κρατούσε. Μια χαρά τραβούσε το δρόμο της. Με τον ελάσσονα ή ανύπαρκτο ποιητή τι γίνεται; Έλεγε σε άλλους φίλους: «Να τον βοηθήσουμε κάπως, επιτέλους να βγάλει το άχτι του. Να τα δημοσιεύσουμε για λογαριασμό του».
Έκλεισε το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοιχτό για δυο τρεις μέρες. Γέμισε τη μπανιέρα με καυτό νερό, δέχθηκε ένα μικρό ευχάριστο τράνταγμα από το ζεστό νερό, χαλάρωσε και διάβαζε την εφημερίδα του. Στα ψιλά, σε κάποια εσωτερική σελίδα διάβασε: .- Σε εγκαταλελειμμένη οικία, βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα αγνώστου ανδρός. Ερευνάται η ταυτότητά του, αναζητούνται οι οικείοι του, αν υπάρχουν, να παραλάβουν το πτώμα για τα περαιτέρω.

Αν……… αν δεν είχε λάβει την πρόσκληση για τη δουλειά, θα είχε πάει στην προεόρτια χριστουγεννιάτικη γευστική πανδαισία. Όχι από βουλιμία, αλλά να στυλωθεί κάπως. Τρέκλιζε σα μεθύστακας, λόγω υποχρεωτικής δίαιτας. Θα είχε εξωσθεί, μπορεί να ήταν και αυτός ένα ακόμη άγνωστο πτώμα. Γέλασε πικρά. Τουλάχιστον θα έφευγε χορτάτος, σκέφτηκε.

Πλημμύρησε το μπάνιο. Από μυρωδιές που εισβάλανε αναίσχυντα από το φωταγωγό. Μοσχοκάρυδο, κανέλα, ινδοκάρυδο, βανίλια, και άλλες προκλητικές μυρωδιές από σπιτίσια τσουρέκια, μελομακάρονα και γλυκά.

Από τον παραπάνω, απέναντι όροφο ακούγονταν, με τη συνοδεία αρμόνικας, οι πρόβες μικρών παιδιών: «Καλήν ημέραν άρχοντες …» 

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν        
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Καλημέρα. Χρόνια πολλά, πνευματώδη.

ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΒΑΓΟΝΙ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ

Ολόκληρο ψητό γουρουνόπουλο, μπριζόλες, μπιφτέκια, σουβλάκια, λουκάνικα και σουτζουκάκια, σπανακόπιτες, πρασόπιτες, τυρόπιτες, λουκανόπιτες, άλλες πίτες που δεν γνώριζε, ή δεν μπορούσε να ονομάσει, σαλάτες με αγγουροντομάτα, μαρούλι, μπρόκολο, ρόκα, μελιτζάνα, τζατζίκι, ρώσικη, γλυκά τα καλλίτερα, κρασιά μεσαία, διάφορα αναψυκτικά. Kι’ αυτός να λείπει; Πρόθυμος καταναλωτής, λόγω συνθηκών, σε όλα. Αν μπορούσε να πάρει κάποια κρεατικά, για το σκύλο που δεν είχε, σε σακούλα θα το έκανε, κάτι να πάει στο σπίτι, στις τσέπες του έστω…… Αλλά αυτός έλλειπε, κρίμα. Από την άλλη μεριά, ήταν η έκτακτα σπουδαία πρόσκληση του φίλου του μια μεγάλη δουλειά, με ξενοδοχειακή μονάδα, που προγραμμάτιζε, μια εταιρία Ελληνικών και ξένων συμφερόντων.

Τα χρήματα που συγκέντρωσε, ήταν απίστευτα πολλά, για εκείνον και για τις κρίσεις του. Είχε να πάρει χρόνια τόσα χρήματα μαζεμένα, χρόνια πολλά, να πιάσει τόσο πολύ, ζεστό ζωντανό χρήμα. Αν δεν τον καλούσαν, αν δεν προέκυπτε, θα ήταν στην τραπεζική ευωχία. Συνέπεσαν βλέπεις και τα δυο, είχαν χρονική ταυτότητα που λέμε. Έτσι διάλεξε τη δουλειά, χωρίς να υπολογίζει ότι θα αποκτούσε μια μικρή περιουσία, για τα δικά του δεδομένα. Χαρούμενος και λυπημένος, γιατί να συμβούν και τα δυο μαζί! Το καλό και το κακό. Μάλλον όχι, τα δυο καλά, που επειδή έτυχε να συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο, το ένα επικάλυπτε το άλλο και το προσδιόριζε αυτόματα σε κακό. Σε απωθημένη και μη πραγματοποιούμενη επιθυμία – έλλειψη. 

Το χρώμα του χρήματος επικάλυψε όψεις και μυρωδιές, εδεσμάτων, ποτών, γλυκών και φρούτων. Ας είναι έτσι, ήταν ένα όνειρο και πάει. Είδε τον αριθμό προτεραιότητας στον πίνακα της τράπεζας, διέκοψε το ταξίδι του στα φαγητά και τα ποτά, πλήρωσε έξι καθυστερημένες δόσεις από το ενοίκιο του σπιτιού, και απέτρεψε ή ανέβαλλε την έξωσή του. Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία, μελωδεί εμφαντικά η λατέρνα. Μυρωδιά από ψημένα κάστανα, ανωθρώσκοντες υδρατμοί από σαλέπι. Υπερήλικας λαχειοπώλης, μοιράζει προσδοκίες, όνειρα ανάλογα πάχους του πορτοφολιού. Μανιασμένα κύματα του Δούναβη πλημμυρίζουν την Τσιμισκή. Τυφλός μουσικός, το κέρμα δεν κουδουνίζει στη θήκη του βιολιού. Βιτρίνες, χρώματα και νέον, χιλιάδες κόσμος, τάχα να ξέρουν στ’ αλήθεια για πού βαδίζουν; Είναι τυφλοί και δεν το γνωρίζουν; Κι’ αυτός ποιος είναι που θα τους κρίνει; Αυτός κι’ αν είναι, ναι, «τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τε τω όμματι ην». Είναι υποχρεωμένος να το μεταφράσει; Πολλοί συγγραφείς, και ο Σεφέρης, παραθέτουν ολόκληρα κατεβατά, δικά τους ή όχι, σε ξένη γλώσσα. Θεωρεί λοιπόν ο Σεφέρης άξιους αναγνώστες του, δηλαδή επαρκείς, αυτούς που γνωρίζουν πολύ καλά, τουλάχιστον δυο και τρεις γλώσσες; Εμείς οι υπόλοιποι; Τα λεφτά μας πίσω. Συγγραφική αλαζονεία, κομπορρημοσύνη ή λάθος; Αυτά τουλάχιστον είναι ελληνικά! Χωρίς γλωσσικό ρατσισμό, δεν είναι καλλίτερη η γλώσσα μας. Απλά είναι η μητρική μας, η δική μας γλώσσα. Λιγότερο αλαζών, κομπορρήμων, μικρότερο λάθος. Μα τι θράσος. Ευκολότερο να συγκριθείς με το Μωάμεθ, το Βούδα, παρά με ένα Νόμπελ.
Ο Όμηρος τυφλός συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο Τζόυς σχεδόν τυφλός τον Οδυσσέα. Πάλι αυτός ο έλληνας, χώνεται παντού, πολυμήχανος και πανούργος. Ο Μπόρχες το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, το δημιούργησε σχεδόν τυφλός. Προβλήματα όρασης είχε τελευταία πριν αποδημήσει, ο ευπατρίδης, ο αριστοκράτης, ο έγκριτος νομικός, σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Γούλας.

Πλήρωσε τους πιστωτές του, στα γειτονικά μαγαζιά, πήρε κάτι πρόχειρο από το σουβλατζίδικο. Ήταν άλλος άνθρωπος, χαιρετούσε τους γείτονες, δεν απέφευγε την κουβέντα τους, απέκτησε ένα βάρος στο περπάτημα, σαν να ψήλωσε μεμιάς. Ανέβηκε στο διαμέρισμά του, στο κατώφλι του φρέσκοι λογαριασμοί τον περίμεναν. Το ρεύμα, το τηλέφωνο, δυο πιστωτικές κάρτες και μια διαφορετική. Ευχετήρια πρόσκληση, για τις επερχόμενες γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους, ζωγραφισμένη δια χειρός Ευανθίας Καλιφωτίδου. Η πρόσκληση έγραφε: «Κύριο Ευδόκιμο Χαντακωμένο, επίτιμο πρόεδρο του περιηγητικού συλλόγου «Οξυγόνο». - Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του Περιπατητικού ομίλου Θεσσαλονίκης, σας καλούν στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή που θα διοργανωθεί στην Δ. προβλήτα του Λιμανιού την Τετάρτη 21-12 του έτους χ ώρα 2 μ.μ. Η παρουσία σας θα είναι τιμή για μας.- Έφτασε άκαιρα στον παραλήπτη. Αφορούσε, την παρελθούσα γαστριμαργική κοσμογονία, που έχασε. Δεν βόλεψε, δεν μπόρεσε να συνταιριάξει και τα δυο: «Την μεν φιλείν, την δε θεραπεύειν». Σαν πρόεδρος, υπήρξε χρόνια η καρδιά του συλλόγου οξυγόνο, πλήρωνε μεγάλο μέρος των ελλειμματικών υποχρεώσεων, που πάντα κατά διαβολική συγκυρία, ο σύλλογος είχε. Δεξιώθηκε κόσμο και κόσμο στην κατοικία των θεών. Λένε πως έσωσε πολλούς από το χαμό, του χιονιού, της βροχής, του δρόμου ή της ζωής. Εκείνος δε μιλάει ποτέ για αυτά. «Παλαιολιθικές τρέλες» απαντάει δύσθυμα, όταν προσπαθούν να ανάψουν κουβέντα οι φίλοι του, γύρω από αυτά.

Είδε και την κάρτα του φίλου του, θυμήθηκε την πρόσκληση, για μια μεγάλη δουλειά. Μια μεγάλη εταιρία ελληνικών και ξένων συμφερόντων, είχε στα σχέδιά της, ετοίμαζε την ανέγερση μια σπουδαίας ξενοδοχειακής μονάδας. Ήταν μια αναδυόμενη κατά τα φαινόμενα μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Του ζήτησε να πάει στην πρωτεύουσα, να δει το χώρο, να υποβάλλει προτάσεις και στη συνέχεια να κατασκευάσει τη σχετική μακέτα, με τις συνοδευτική του προσφορά. Πήρε το λεωφορείο με αριθμό 3 για το σταθμό, από εκεί πήρε το επόμενο τραίνο για την Αθήνα.

Παραμονές Χριστουγέννων - πέντε μέρες πριν τα Χριστούγεννα - βρέθηκε στην Αθήνα, στο δρόμο από το σταθμό Λαρίσης, πέρασε από την Ομόνοια. Είδε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο βαρυφορτωμένο. Άνθρωποι βιαστικοί, βαρυφορτωμένοι κι’ αυτοί έγνοιες, έγνοιες πολλές. Δεν σου δίνουν σημασία, που να συγκριθεί αυτή η πόλη με τη νύφη του Θερμαϊκού, με την παραλία της, με την πλατεία της. Στη Θεσσαλονίκη, όλα ήταν στολισμένα, οι βιτρίνες, οι δρόμοι, τα σπίτια, οι πλατείες. Η δική του πόλη έμοιαζε σαν κουφέτο, σαν κουραμπιεδάκι πασπαλισμένο με άχνη, σαν μελομακάρονο φορτωμένο καρύδια και σιρόπι. Που να τον κρατήσει η Αθήνα, άφησε τις δουλειές του μισοτελειωμένες και έφυγε σαν κυνηγημένος.

Στο τραίνο της επιστροφής του ήταν βαρύς και δύσθυμος, οι δουλειές του δεν πήγαν καλά, όπως προγραμμάτιζε, έλπιζε και ευχόταν. Χωρίς να το ομολογήσει βέβαια, πως επειδή ήταν αφηρημένος και βιαστικός, δεν συνεργάσθηκε όπως θα άρμοζε σε έναν σωστό επαγγελματία. Δεν έγινε ούτε καν προκαταρκτική συμφωνία, για ανάθεση, δεν του ζητήθηκε η μελέτη του χώρου, η κατασκευή μακέτας, για τα περεταίρω. Ναυάγησε λοιπόν η μεγάλη δουλειά, με την αναδυόμενη κατά τα φαινόμενα μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα.

Το μόνο καλό στην ιστορία ήταν που ο φίλος του επέστρεψε δυο χιλιάδες ευρώ, δανεισμένα εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή ξεγραμμένα. Ένα καλό «δώρο» να περάσει καλά τις γιορτές, να ξελασπώσει και από άλλα χρέη. Έβαλε το κάθισμα σε θέση ανάκλησης, προσπάθησε να χαλαρώσει, έκλεισε τα μάτια, προσμένοντας να ταξιδέψει στη χωρά του Μορφέα. 

Την πορεία του προς τα εκεί, ανέκοψε κλάμα μωρού. Έντονο, δυνατό, παρατεταμένο. Τι πόνο να είχε το βρέφος, που συνέχιζε το γοερό κλάμα του; Η μουσική πανδαισία του συνόδευε το ρυθμικό βόμβο, που ανέδιδαν οι ρόδες στις ράγες του τραίνου. Μια υπέροχη δοκιμασία, για τα έτσι και αλλιώς, τεντωμένα νεύρα του.

Σας παρακαλώ, κάντε κάτι, ηρεμήστε το μωρό σας, δώστε του την πιπίλα του, σκέφτηκε να πάει να πει στους γονείς του. Δεν το έκανε. Σε κάποιο βάθος χρόνου, ανυπολόγιστου, αφού διαστέλλεται σε τέτοιες καταστάσεις, τον πήρε ο ύπνος. Χαλάρωσε, ταξίδευε διπλά, στο χώρο και στο χρόνο.
Τον ξύπνησε το γάργαρο γέλιο του μωρού. Έντονο, δυνατό, παρατεταμένο. Ένα γέλιο ιδιαίτερο, που μόνο αυτό μπορούσε να δώσει, όπως αυτό ήξερε, όπως όλα τα μωρά μπορούν και ξέρουν. Μια ευτυχία τον πλημύριζε. Υπήρχε πλέον, νέα μουσική συμφωνία, από το γέλιο του μωρού, ανακατεμένο με τον ήχο από τις ρόδες στις ράγες του τραίνου. Μια παρατεταμένη ευτυχία, με μουσικές, χάδια, θροίσματα αγγέλων. Ανάσανε βαθιά, τόση χαρά, τέτοιος θησαυρός, κρυμμένος σε μια μικρή, τόση δα, ψυχούλα.

Το Θείο βρέφος, ψιθύρισε.
Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, τέντωσε το λαιμό του, προσπάθησε να απολαύσει και οπτικά, το ευειδές γεγονός. Στάθηκε αδύνατο, πέντε σειρές καθισμάτων, τον χώριζαν από τον παράδεισο.
Άραγε τι χρώμα να είχαν τα μάτια του Θείου βρέφους; Τι χρυσές αναλαμπές ακτινοβολούσαν, στο απόγειο του χαρμόσυνου γάργαρου γέλιου του; Τι χρώμα να είχαν τα μαλλιά του, πώς να ήταν το πρόσωπό του;

Έχετε ένα αγγελούδι μαζί σας, σκέφτηκε να πάει να τους πει. Δεν το έκανε. Οι γονείς του γνώριζαν καλά, το θησαυρό που είχαν στην αγκαλιά τους.
Αλλά όμως, δεν θα μάθουν ποτέ, την ευτυχία που χάρισε, σε κάποιον άγνωστο άνθρωπο, παραμονές Χριστουγέννων, σε κάποιο βαγόνι του συρμού.

Έφτασε στο διαμέρισμά του κατάκοπος, μα περισσότερο θυμωμένος με τον εαυτό του, που έχασε ένα σημαντικό για αυτόν διήμερο, παραμονές Χριστουγέννων, σε ένα άσκοπο εκ του αποτελέσματος, πήγαινε – έλα, στην Αθήνα. 

Πάλι αυτό το απαίσια, ασταμάτητα επαναλαμβανόμενο τικ – τικ – τικ – τικ, της βρύσης χτύπησε κατευθείαν στα μηνίγγια του. Σαν να καρφώνεις καρφιά σε τσιμέντο. Έστριψε το διακόπτης της βρύσης, μέχρι στραγγαλισμού, ατάραχο το νερό συνέχισε να τρέχει. Πόνεσαν τα χέρια του από την προσπάθεια. Φοβήθηκε μην κάνει ζημιά, μην του μείνει ο διακόπτης στα χέρια και πλημμυρήσει το σπίτι, και σταμάτησε την προσπάθεια. Τέτοιες χρονιάρες μέρες, άντε να ψάχνεις υδραυλικό, να σου διορθώσει τη ζημιά. Έβαλε το σφουγγάρι κάτω από τη βρύση. Ο σπαστικός ήχος από το νευρικό τικ – τικ σταμάτησε να ακούγεται. Χάρηκε, ήταν σαν να την επισκεύασε. «Δεν υπάρχει διαρροή, αφού δεν την ακούω», μονολόγησε περήφανος.

Ήπιε ευχαριστημένος τον καφέ του. Θυμήθηκε τους στίχους του αφανούς ποιητή – φίλου του: ΕΣΤΙΑ: Αυτοί οι δρόμοι/ αυτή η πόλη/ είναι χαμένη. /Αν δεν υπάρχει/ φωτιά ν’ ανάβει /να σε προσμένει./ Τόσο Ψέμα για να πεις ένα παράπονο; Η πόλη καλά κρατούσε. Μια χαρά τραβούσε το δρόμο της. Με τον ελάσσονα ή ανύπαρκτο ποιητή τι γίνεται; Έλεγε σε άλλους φίλους: «Να τον βοηθήσουμε κάπως, επιτέλους να βγάλει το άχτι του. Να τα δημοσιεύσουμε για λογαριασμό του».
Έκλεισε το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοιχτό για δυο τρεις μέρες. Γέμισε τη μπανιέρα με καυτό νερό, δέχθηκε ένα μικρό ευχάριστο τράνταγμα από το ζεστό νερό, χαλάρωσε και διάβαζε την εφημερίδα του. Στα ψιλά, σε κάποια εσωτερική σελίδα διάβασε: .- Σε εγκαταλελειμμένη οικία, βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα αγνώστου ανδρός. Ερευνάται η ταυτότητά του, αναζητούνται οι οικείοι του, αν υπάρχουν, να παραλάβουν το πτώμα για τα περαιτέρω.

Αν……… αν δεν είχε λάβει την πρόσκληση για τη δουλειά, θα είχε πάει στην προεόρτια χριστουγεννιάτικη γευστική πανδαισία. Όχι από βουλιμία, αλλά να στυλωθεί κάπως. Τρέκλιζε σα μεθύστακας, λόγω υποχρεωτικής δίαιτας. Θα είχε εξωσθεί, μπορεί να ήταν και αυτός ένα ακόμη άγνωστο πτώμα. Γέλασε πικρά. Τουλάχιστον θα έφευγε χορτάτος, σκέφτηκε.

Πλημμύρησε το μπάνιο. Από μυρωδιές που εισβάλανε αναίσχυντα από το φωταγωγό. Μοσχοκάρυδο, κανέλα, ινδοκάρυδο, βανίλια, και άλλες προκλητικές μυρωδιές από σπιτίσια τσουρέκια, μελομακάρονα και γλυκά.

Από τον παραπάνω, απέναντι όροφο ακούγονταν, με τη συνοδεία αρμόνικας, οι πρόβες μικρών παιδιών: «Καλήν ημέραν άρχοντες …»

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017


Καλημέρα.

Καλή Χρονιά. Χρόνια πολλά κι’ ευτυχισμένα.


ΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ; Ο  ΑΔΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ!

            Και από πού έρχεται; Από την Καισαρεία; Από το Ροβανιέμι; Ή μήπως από την μαμά Αμέρικα με ένα μπουκάλι κόκα κόλα στο χέρι;

            Τι σημαίνει Σάντα Κλάους;   Πόσα ονόματα έχει ο Σάντα Κλάους;

Άγιος Βασίλης ή Σάντα Κλάους;  
           
            Δέντρο ή καράβι;

            Το πανηγύρι τέλειωσε, τα πυροτεχνήματα σβήσανε. Ο χοντρός άγιος που δεν χωράει στις καμινάδες, μοιράζει δώρα χαμογελώντας.  Στο κόλπο και η ΝΑΣΑ παρακολουθεί λέει και συνοδεύει τον ψευτοβασίλη στην  υπερατλαντική του πτήση.

            Τόση απάτη! Και τι καλά ενορχηστρωμένη,  όμως!

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης