Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014




ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ
ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

              Έκανε καλό καιρό, κάτι σαν ύστερη άνοιξη, κόντευε μεσημέρι, δουλειά δεν είχα, κατηφόρισα προς τη θάλασσα,  από τη βίλα μου, τι βίλα,  μια τεράστια έπαυλη, ένα ασύγκριτο παλάτι, αυτά  μεταξύ μας, μη φτάσουν μέχρι την εφορία, γιατί αλίμονο  μου, το χάνω το λαθραίο, μέχρι την ιδιωτική μαρίνα μου.  Η πλαγιά που κατηφορίζει στη θάλασσα είναι δική μου, ο καημός μου, δεν μπόρεσα να περιλάβω  στην ιδιοκτησία μου, όλο το βουνό. Έχω εκεί καλά καμουφλαρισμένο κότερο  μου, στο Πόρτο Κουφό, εκεί που οι ναζιστές κρύβανε τα υποβρύχια τους, στο μεγάλο πόλεμο. Διαρρύθμισα το χώρο έτσι, που να χωράει καμιά δεκαριά κότερα.  Θα βολέψω κάτι  φιλαράκια, που δεν έχουν οι καημένοι, μέρος να κρύψουν τις θαλαμηγούς τους. Κάθισα σε ένα τεχνητό βράχο, άρχισα να ψαρεύω,  μη φαντασθείτε τίποτα σπουδαίο,  γοβιούς, πέρκες, γύλους, άντε κανένα σπαράκι. Αγνάντευα το πέλαγο, και συλλογιόμουν, πως έφτασα ως εδώ, ψηλά.  «Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. (Σολωμός – Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)» Ο καιρός ήταν γλυκός, ο ήλιος σε ζάλιζε, το αεράκι σε νανούριζε, ξαφνικά ένοιωσα να ταξιδεύω.

               Χαλάρωνα, πήραν  να σκοτεινιάζουν τα μάτια μου, ένοιωσα ένα δυνατό τράβηγμα από τη πετονιά, μάταια έφερα αντίσταση, το θηρίο που με τραβούσε ήταν δυνατότερο, αλλά δεν είχα σκοπό να του κάνω τη χάρη. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα, με παρέσυρε προς τα κάτω, πήρα δυο κουτρουβάλες, μάτωσαν τα χέρια μου, απείχα δεν απείχα ένα μέτρο από τη θάλασσα, όταν μπόρεσα να σκαλώσω την πετονιά σε μια κολώνα, δεν θυμάμαι  αν ήταν Κορινθιακού, Ιωνικού, Δωρικού, ή άλλου ρυθμού. Έφερα την πετονιά  τρεις τέσσερις γύρους, έδεσα ναυτικούς κόμπους, κάθισα  να ηρεμήσω το ασθμαίνον στήθος μου. Η πετονιά πότε τεντωνόταν σε σημείο να σπάσει, πότε  χαλάρωνε. Την πρόσεξα καλά, δεν ήταν η πετονιά που είχα,  αλλά ένα γαλβανισμένο συρματόσχοινο, καθώς τεντωνόταν έβγαζε διάφορους ήχους, ντραν ντρον, ντραν ντριν, τόινγκ, μπιγκ μπαγκ και άλλους μελωδικότερους, που απολάμβανα, αλλά δεν μπορούσα να τους καταγράψω,  ο μουσικά αστοιχείωτος, ο αναλφάβητος, ο τεμπέλης.  Τόσες ευκαιρίες μου είχε προσφέρει η δημοκρατία μας, από το να αποκτήσω τη στοιχειώδη μουσική μόρφωση, ή ακόμη  να προχωρήσω και παραπάνω, αν είχα τα κότσια (ένα άσχημο όνομα της δραχμής, που προβιβάστηκε και έγινε ευρώ).  Ο άχρηστος δεν επωφελήθηκα από καμιά. Μου άρεσε φαίνεται να παραμείνω ντουβάρι, αλλά τώρα που δυσκολεύομαι να σας μεταφέρω αυτή τη μουσική πανδαισία, βλέπω πόσο αχάριστος υπήρξα. Ακόμα και η χούντα μου πρόσφερε φοιτητική θέση στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο, πάλι αρνήθηκα ο βλάκας. Πίστευα φαίνεται πως έκανα αντίσταση. Δεν είδα όμως γραμμένο πουθενά το όνομά μου, στα αντιστασιακά κιτάπια. Τζάμπα ο κόπος, άδικα τεμπέλιαζα δηλαδή.

              Ο τόπος με το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, μου φάνηκε ξένος,  αφιλόξενος και κρύος, ένα χάρμα φυγής. Στο πολιτικό σύστημα ήταν πολύ προχωρημένοι, εξέλιξαν τη δημοκρατία στον ανώτερό  της βαθμό,  την προβίβασαν σε δεινοκρατία. Την ονόμασαν δε έτσι, χάριν ευφωνίας, για να καταριούνται όλα τα κακά της μοίρας τους. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι, αν όχι ευτυχείς. Το καθεστώς έδερνε τη φτώχια, τσάκιζε την ανεργία, πυροβολούσε την ακρίβεια, την ανασφάλεια, το φόβο του θανάτου. Οι εκεί ιθαγενείς ζούσαν εφτακόσια,  οχτακόσια χρόνια,  πεθαίνανε με το φτυάρι, με το τιμόνι, με το στυλό, με τη ράβδο χρυσού στο χέρι, ανάλογα με τη δουλειά που έκανε ο καθένας. Πρόεδρος της δεινοκρατίας ήταν ένας εθνικός ήρωας, απροσμέτρητου βεληνεκούς.   Σε ηλικία δυο χρονών έσωσε τη χώρα από τους βαρβάρους. Ήταν μεσάνυχτα,  παραμονή της παραμονής της χώρας στο ευρώ, όταν έβγαλε ένα κλάμα τόσο δυνατό, που οι κοιμισμένοι  φύλακες ξύπνησαν από τον ευχάριστο ύπνο τους, ένας από αυτούς, τσεβδός αλλά ταχύπους,   τράβηξε της καμπάνας το σχοινί (Γ. Ρίτσος). Έγινε σαματάς, ενώθηκαν οι κίτρινοι με τους καφέ, οι γαλάζιου με τους πράσινους, οι μαύροι με τους καραμαύρους, οι άσπροι με τους πάγους, ρίξανε κάτι μολότωφ,  οι εκτός των τοιχών επελαύνοντες εχθροί, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα οχυρά της πόλης. Χάσανε το βασικό τους  όπλο, το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η δεινοκρατία τίμησε δεόντως το σωτήρα της χώρας, τον έκανε αρχηγό της. Για τον καμπανοκρούστη δημιούργησαν μια θέση στο ελλιπές δημόσιο, οι καμπάνες χτυπούσαν πλέον με χρονοδιακόπτη. Το γιατρό που διέγνωσε κοιλόπονους του παιδιού, τον στείλανε πρόξενο στη Βραζιλία. Κάποιοι κλακαδόροι μάλιστα λέγανε ότι το κατόρθωμα που έκανε ο μικρός, ήταν ανώτερο από του Ηρακλή, διότι τα φίδια που βάλανε στην κούνια του, ήταν σκοτωμένα.

              Δεν μου άρεσε αυτή η χώρα, έλεγα πως και πώς να φύγω, αλλά λες και τα πόδια μου είχαν κολλήσει, δεν μπορούσα να κάνω βήμα, άσε που κάθε τόσο έρχονταν  νέα ακούσματα από το συρματόσχοινο. Όλα γενικώς  εκεί τα βρήκα χάλια. Που η δικιά μας η δημοκρατία. Οι άνθρωποι εκεί δούλευαν ως ενενήντα  χρόνια, αμείβονταν σαν να δούλεψαν, εκατό και βάλε  χρόνια. Στην εταιρία φωτός, οι συνδικαλιστές φιλοξενούσαν συνδικαλιστές άλλων χωρών, πληρώνοντας εξ ιδίων. Ήμουνα σε ένα ξενοδοχείο φαγητού, όπου μήτε ξενοδόχο είδα, μήτε γκρούμ, είδα όμως συνδικαλιστές της εταιρίας φωτός. Πλήρωσε,  ο  πρόεδρος τη μακαρονάδα του φιλοξενούμενου συνδικαλιστή,  από την τσέπη του. Μετά έμαθα πως για να μοιραστούν τη ζημιά, ένας πλήρωσε τα μακαρόνια, άλλος τον κιμά, ο τρίτος τη φέτα, δεν έμοιαζε να ήταν κλεψίτυπη,  δηλαδή ελληνική, ένας τέταρτος τη μπύρα. Ένας της παρέας χτύπησε παλαμάκια και είπε: «Γκαρσόν, μια κομπόστα ανάμεικτη, με ζουμί από όλα τα κουτιά». Ο φαλακρός σερβιτόρος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, τα πήρε στο κρανίο, πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε χωρίς μουστάκι. Ή έτρεξε η καραμπογιά και το ξύρισε, ή ήταν ψεύτικο και το ξήλωσε από το θυμό του. Πάντως έδειχνε σοβαροφανής, μόνο όταν δεν πήρε φιλοδώρημα, μόρφασε κάπως. Συγκινήθηκα όμως με μια κυρία, η οποία έκλεψε κάτι μαρουλόφυλλα, από το μπαξέ του γείτονα του ΝΙΚΑ. Το έκανα, είπε, για να θωρακίσω τα παιδιά μου.  Ως βραδύνους που είμαι, δεν κατάλαβα καλά, από ποιους ήθελε να τα θωρακίσει;  Από τους Οστρογότθους, από τους Βησιγότθους, ή από τους Γότθους, γενικά; Διότι αν είναι έτσι, έχει καλώς. Επειδή τα παιδιά των άλλων ιθαγενών, δεν είναι παιδιά, είναι αποπαίδια, είναι  παραπαίδια, τα ονομάζουν όμως παιδιά από μεγαλοψυχία, ή χάριν καλολογίας. Συνάντησα μάλιστα έναν μεγαλόψυχο χότζα (όχι τον Εμβέρ, τον άλλο του θρύλου, τον καλό, τον αστείο), στον οποίο κατάγγειλαν έναν κλέφτη που είχε  κλέψει ογδόντα πέντε κατσικοπρόβατα, από ογδόντα και πάνω η ποινή ήταν θάνατος.  Ο φιλάνθρωπος χότζας, για να μη λιγοστέψει το ποίμνιο  των ανθρώπων, έγραψε στα χαρτιά ότι είχε γίνει κλοπή  μόνο σε πέντε κατσικοπρόβατα, από τα οποία τα δυο ήταν στέρφα. Πρόσφερε ο κλέφτης πέντε υγιή και το πράγμα τακτοποιήθηκε κατά τον καλλίτερο τρόπο.

             Δεν ξέρω αν με ξύπνησε ο ήχος της ρυθμιζόμενης με χρονοδιακόπτη καμπάνας, ή ο ήχος του γαλβανισμένου συρματόσχοινου, το βέβαιο είναι ότι ξύπνησα, έτσι τουλάχιστον νομίζω. Όλως περιέργως,  ο κουβάς μου,  με τα ψάρια και  το θαλασσινό νερό που περιείχε, ήταν σχεδόν γεμάτος. Άδειασα το νερό, πήρα τα ψάρια μου, την  πετονιά την είχα χάσει, ίσως από το πολύ τράβηγμα του θηρίου.

Ο μάντης Κάλφας, συνταξιούχος παπουτσής,  μου είπε ότι  το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, είναι ο βασανισμένος λαός, που τον δέσανε στο κρεβάτι του Προκρούστη, το θηρίο είναι το χρέος. Ήταν και αγράμματος, που να είχε διαβάσει το «Ο γέρος και η θάλασσα». Κάποια άλλα πράγματα που είδα εκεί, πότε  το θυμάμαι – πότε μου ξεφεύγουν, αν  δεν τα ξεχάσω εντελώς, αν  ο καιρός το επιτρέψει, θα σας τα πω κάποια φορά.

ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014



ΚΑΓΚΕΛΟΦΡΑΧΤΟΣ ΙΔΙΩΤΗΣ

Είχε καιρό να βρέξει μα το παράκανε, δυο μηνών βροχές πέσανε σε δυο μέρες. Αρκετοί ήταν προβληματισμένοι, αν θα συνεχίσει να βρέχει, ή αν κάποια ώρα θα ξεθυμάνει, θα σταματήσει. Το θαύμα έγινε, παρέμεινε όμως για αδιευκρίνιστους λόγους, ανεκμετάλλευτο από την εκκλησία. Πραγματοποιήθηκε η παρέλαση, μια πολύ σπουδαία παρέλαση, σχεδόν απολαυστική.

Μα καλά γίνεται ομελέτα δίχως αυγά;  Μπορούμε να μαγειρέψουμε φασολάδα,  χωρίς  φασόλια;  Μπορούμε, μπορούμε, αν όχι όλοι, κάποιοι μπορούν, όπως ο Σαμαράς, ο Άνθιμος, διάφοροι καλοπληρωμένοι παράγοντες  και άλλοι «υπερπατριώτες».

Καγκελόφραχτή η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, παρευρίσκονταν στη γιορτή, όσοι είχαν ονομαστική πρόσκληση. Ο  μπακάλης, ο μανάβης, ο κρεοπώλης, ο περιπτεράς, ο γαλατάς,  ο φούρναρης και ο καντηλανάφτης της γειτονιάς μου. Ο τελευταίος έδωσε τις προσκλήσεις, μιας και  η τελετή γινόταν στα χωράφια της εκκλησίας. Μα καλά που πήγανε, σε γκαλά; Στο μέγαρο μουσικής μήπως; Σε κάποιο περιοδεύοντα θίασο; Σε βαριετέ ή σε τσίρκο πήγανε; Οι κάτοχοι των προσκλήσεων είχαν ακόμα ένα σημαντικό προνόμιο, το να παρακολουθήσουν την παρέλαση για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου  του 1940. Όλα γίνανε όπως έπρεπε, γιορτάστηκε κατά λαμπρό καγκελόφραχτο τρόπο η μνήμη του Αγίου Δημητρίου, παρουσία του πρωθυπουργού, ο οποίος επισκέφθηκε κάποια σημεία της πόλης, θα έλεγα,  σχεδόν συνωμοτικά. Το αποκορύφωμα της απόλαυσης ήρθε στο τέλος, με τη σύμπραξη του καιρού.

Τη χθεσινή μαθητική παρέλαση, παρακολούθησε ο Ορφανός και στη συνέχεια μίλησε στα κανάλια, προστατευμένος από κάγκελα. Οι γονείς των παιδιών, ο λαός, ορφανός, χειροκρότησε πίσω από τα κάγκελα. Μα τι γελοία, τι  αναίσθητη κυβέρνηση είναι αυτή; 


Πραγματοποιήθηκε η παρέλαση, καγκελόφραχτη παρέλαση, με την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρέμεινε στην πόλη, ποια πόλη, στο κυβερνείο κατέλυσε, εκεί που έμενε παλιότερα, όταν υπήρχε βασιλεία, ο βασιλιάς. Είχε χρόνο στη διάθεσή του, όπως οι ιθαγενείς άνεργοι. Ήρθε με τους θεσμοθετημένους (καλά το είπα) συνοδούς του, πόσοι ήταν, πόσο πληρώθηκαν, εκτός έδρας και επί τα αυτά; Πόσο στοίχισαν οι φιέστες στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, πόσο στην πόλη, πόσο στην παραλιακή λεωφόρο,  όπου πραγματοποιήθηκε η καγκελόφραχτή παρέλαση; Φοβάμαι πως δεν θα το μάθουμε. Μου προκάλεσαν ιδιαίτερη εντύπωση τα χειροκροτήματα, τα χαμόγελα, οι χαιρετισμοί. Ένα παλιό φασιστικό τραγούδι αρχίζει: «Γιατί χαμογελάει ο κόσμος   πατέρα;» Έλα ντε, γιατί χαμογελάει; Ως φαίνεται, για να απολαύσουμε μέχρι το τέλος την παράσταση.  Διότι,  για παράσταση πρόκειται. Παράσταση των υποτακτικών της  τρόικας, στους τοκογλύφους, εσωτερικού και εξωτερικού. Μέλημά τους  είναι να πάρουν με το παραπάνω, τα χρήματά τους, με τοκογλυφικό τόκο, εννοείτε.  

Παράσταση προς τους χειμαζόμενους ιθαγενείς; Να βλέπουν τι θυσίες υφίστανται οι ηγέτες μας, για το «καλό» μας;  Ας σοβαρευτούμε, αυτοί οι ηγέτες, αυτές οι ηγεσίες, δεν έχουν καμία σχέση, με τον ταλαιπωρημένο λαό. Έχουν χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία. Στέκονται ψηλά,  στην παγερή μοναξιά του ύψους τους. Βέβαια,  υπάρχει το αυθόρμητο ερώτημα, ποιος τους ανέβασε  ψηλά; Κάπως έτσι έγιναν αυτά. Θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς;


Πιθανόν, ίσως, μάλλον, μπορεί. Θα μπορούσα να είχα ονειρευτεί ή φανταστεί, πως ο πρωθυπουργός και ο Ανώτατος Άρχοντας,  δεν μιλούν  εξ ονόματος μου ή εξ ονόματος πολλών εκατομμυρίων Ελλήνων.  

Αλλά πως μίλησε ο καθένας μόνο  για τον εαυτό του, σαν ιδιώτης. Στο Μεσαίωνα υπήρχε ο σιδηρόφρακτος ιππότης. Τώρα,  μπορώ να ονειρευτώ ή να φανταστώ,  πως υπάρχει  ένας  καγκελόφραχτος ιδιώτης. Και ένας  Καγκελάριος ιδιώτης.


                           ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014



ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ



               176


Αν είσαι από τζάκι
Τζάκι  Ωνάσης
το ελληνικό δαιμόνιο
αλλά όμως
όλα σκόρπισαν
σαν Σκορπιός.

Δανεική τούρκικη λέξη
το αρχαίο ελληνικό όνομα
του τζακιού
είναι εστία.

ΕΣΤΙΑ
 
Αυτή η πόλη
αυτοί οι δρόμοι
είναι χαμένοι
αν δεν υπάρχει
φωτια να ανάβει
να σε προσμένει.
 
Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014




ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ



               175

Σούζη Μπλου
 
          Η Σούζη Μπλου είναι φοιτήτρια της φυσιοπαθολογίας στο τρίτο έτος,  εργαζόμενη ταυτόχρονα, αυτοσυντηρούμενη. Αθλήτρια του μπάσκετ, με κορμί λαμπάδα.  Την βλέπουμε, ονειρευόμαστε και αγκαλιάζουμε τη συμβία μας, συνεχίζοντας να ταξιδεύουμε στο όνειρο. Συζεί με τον δικό της, ψιλοτεμπέλη, καλοπερασάκια, πιθανόν, υποψήφιο αιώνιο φοιτητή.
 
          Σε κάποιο παιχνίδι της ζωής, η Σούζη καρφώνει τη μπάλα στο καλάθι, πέφτει άτσαλα, καταρρέει. Κάτι δεν πάει καλά.  Ξυπνάει στο θάλαμο νοσοκομείου, στο προσκέφαλο ο δικός της, τάχα ψύχραιμος, με τις φωτιές εσώψυχα να καίνε. Τι θα απογίνω, σκέφτεται. Γύρω της οι συμπαίκτες της, οι άλλοι  από την αντίπαλη ομάδα, προπονητές, διαιτητές, παράγοντες.
          Κάποια στιγμή κατακάθισε ο κουρνιαχτός. Μείνανε μόνοι. Ο Τζον,  ο άντρακλας, ο δίμετρος, ο σκληρός, ο ακατάβλητος, λύγισε τότε. Επέτρεψε στον εαυτό του, να κλάψει γοερά. Τι έχεις, τι συμβαίνει τον ρώτησε. Τίποτα,  είπε εκείνος. Χτύπησες το κεφάλι σου στη στεφάνη, έπαθες διάσειση, σε φέραμε εδώ για προληπτικούς λόγους, της είπε ψέματα. Δεν πρόλαβε να της πει, άλλα δήθεν παρηγορητικά παραμύθια, μπήκε στο θάλαμο ο καθηγητής, με την ομάδα του. Του ζήτησαν και έγινε, τους άδειασε τη γωνιά.
 
          Ο καθηγητής ανακοίνωσε στη Σούζη την πάθησή της. Καλπάζων καρκίνος. Είχε το πολύ έξι μήνες ζωή. Έρχονται τα πάνω κάτω, χρεωμένη τόσα σχέδια για τη ζωή, σκέφτεται τι να τα κάνει, σε ποιον να τα φορτώσει; Γυρίζει προς τα πίσω, ανεβαίνει με την μπάλα στο καλάθι. Ψάχνει να βρει το καλώδιο του εγκεφάλου που βραχυκύκλωσε,  που την έφερε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Αδύνατον να βγάλει άκρη. Βλέπει το χέρι της να καρφώνει τη μπάλα, ύστερα λευκό πανί, δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα.
 
          Δεν θα με πάρεις μπάλα από κάτω, σκέφτηκε. Μέχρι τώρα, σε  είχα του χεριού μου, σε έκανα ότι ήθελα. Αυτό θα συνεχίσω να κάνω.
 
          Συνέχισε κανονικά τη ζωή της, σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Έτσι φαινόταν προς τα έξω. Μέσα της όμως φωτιές ανάβανε, τις έσβηνε πότε με το τραγούδι, πότε με ελαφρύ τρέξιμο, για να ξεδώσει. Έπαιρνε τα φάρμακά της τακτικά, έκανε τις αναγκαίες παραχωρήσεις, στις υποδείξεις του γιατρού. Πήγαινε τακτικά στις προπονήσεις, έπαιζε για λίγο στους αγώνες, στο τρίτο ή τέταρτο δεκάλεπτο, κουραζόταν και ζητούσε αλλαγή. Στον δεύτερο  μήνα, άρχισε να αποσύρεται διακριτικά, να αραιώνει τις επισκέψεις της, να αποφεύγει την πολυκοσμία. Έκανε κάποια ταξίδια, είδε στα βόρεια  τους γονείς της, τους παππούδες της, ζούσαν ακόμα, τι ειρωνεία.
 
          Τον τρίτο  μήνα χειροτέρεψαν τα πράγματα. Τηλεφώνησε στον καθηγητή, βρεθήκανε, τα είπανε,  τον χαιρέτησε χαμογελώντας. Στο κατώφλι του τέταρτου  μήνα, τακτοποίησε της εκκρεμότητες που  είχε. Έκλεισε τις τραπεζικές της κάρτες, χάρισε τα προσφιλή της πράγματα.  Κρέμασε τα παπούτσια, όπως συνηθίζεται να λέγεται στην αθλητική ορολογία. Την τελευταία μέρα του μήνα, παράγγειλε τούρτα, λουλούδια, αρωμάτισε το διαμέρισμά της. Όλη τη νύχτα ερωτευόταν και ερωτοτροπούσε με τον Τζον. Την επομένη  μέρα ήταν τα γενέθλιά της.

            Σηκώθηκε πρωί, πήρε  το μπάνιο της, το πρωινό της,
Πήρε από το ανθοδοχείο τα λουλούδια, τα  τύλιξε σε χρυσόχαρτο, ύστερα με το χαρτί του ανθοπωλείου,  και τα πήρε μαζί της. Παρέδωσε τα κλειδιά του διαμερίσματος στη θυρωρό. Πήγε, βρήκε τον καθηγητή, του χάρισε τα λουλούδια, τον αγκάλιασε εγκάρδια, τον φίλησε στα δυο μάγουλα. Γιατρέ μου, την ένεσή μου, είπε και ξάπλωσε στο νοσοκομειακό κρεβάτι.
 
          Η Σούζη Μπλου, ταξιδεύει στο χώρο του ονείρου. Η λεωφόρος που πορεύεται, έχει δεξιά και αριστερά της δενδροστοιχία πανέμορφη.  Τα άνθη τους είναι από ζάχαρη, οι καρποί τους καραμέλες. Στα φύλλα τους, με το ελαφρύ φύσημα του ανέμου,  θροΐζει μουσική εξαίσια, απόκοσμη.
          Στις παρυφές των δένδρων  κυλάει ρυάκι με γάργαρο υγρό. Δεν είναι νερό, γλυκό ή αλμυρό, παρά ένα λευκόχρυσο υγρό, γάλα και μέλι ανακατεμένο.  Για αυτό τα  άνθη και οι καρποί τους είναι σκέτη γλύκα. 
          Δεν με περίμενε στο ταξίδι της, μάλλον δεν ταιριάζανε οι τροχιές μας. Ας είναι. Δεν θέλω να βεβηλώσω το όμορφο ταξίδι της, αλλά να, ήθελα μόνο να ψιθυρίσω στο αυτί της, μην ακούσει κανείς, πως ένα τέτοιο ταξίδι λαχταράει η ψυχή μου.
Τζον
Κοσμάς Ηλιάδης