Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

Καλημέρα.

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

Όταν θέλεις κάτι όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις. (Κοέλιο – Ο Αλχημιστής – εκδόσεις Λιβάνη 1996.)

Τι να πεις; Είναι δόγμα, μαθηματικός νόμος, το είπε, ο θεός παρά κάτι.
Αλλά όμως, μεγαλύτερη μπαρούφα από αυτήν δεν υπάρχει.

Είναι απάτη κατ’ αρχήν, γιατί είναι διατυπωμένη σαν ακατάρριπτο δόγμα, κάτι σαν θρησκευτική αλήθεια, θεόθεν πορευόμενη, ή κάτι αναντίρρητο, σαν Ευκλείδειο θεώρημα.

Ενώ γνωρίζουμε τη φάρσα, που κατοικεί στη φράση, αντί να την αποκαλύψουμε, κάνουμε ακριβώς το αντίθετο. Χτίζουμε θρόνο για αυτήν, την προσκυνάμε. Την γράφουμε, την αντιγράφουμε, την αναμασάμε, την κλέβουμε. Ελπίζοντας πως κλέβοντάς την, μπορεί να κλέψουμε και ένα κομμάτι, από την δόξα που την συνοδεύει. Κοέλιο βλέπεις.

Πες αυτήν την πανάκεια, ως λυτήριο επώδυνων προβλημάτων, που βιώνει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη. Επανάλαβέ την, σε κάποιο παλληκάρι εκ γενετής τυφλό, στον εξωσμένο, στον άστεγο, στον άνεργο, στον άπορο.

Μπορεί να είναι ύποπτη η φράση και για κάποιους άλλους λόγους. Την ευλογούν κυβερνήσεις, ιερατεία, καπιταλιστικές οργανώσεις.
Έκανε μια παράλειψη ο παρά κάτι θεός, δεν έθεσε στη φράση την ιδιότητα της ευχής ή της πιθανότητας. Μακάρι, μπορεί, ίσως. Τότε η φράση θα είχε κάποια δυνητική πιθανότητα πραγμάτωσης ή κάποια παραμυθητική γοητεία.

Όλα αυτά ανάγονται στη σφαίρα της υποκειμενικότητας, της επί μέρους ή καθόλου αλήθειας. Τόσο η τρανταχτή φράση του μεγάλου συγγραφέα, όσο και τα δικά μου γραφόμενα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ

Ως τη θάλασσα
στις παρυφές του φλοίσβου
κατηφορίζει
ο πευκώνας από το βουνό.
Ο Πάνας με τη φόρμιγγα
γλυκόλαλο αηδόνι λες
με κρυστάλλινο ύμνο ερωτικό
καλεί περιπαθής
την αναδυομένη
την ασημένια
Αυγουστιάτικη σελήνη
οι σταγόνες
κυλούν από τις καμπύλες της
ασημίζουν την άμμο
ο Αίολος καιροφυλακτεί
δεν ανέχεται προσήλυτους
με περισσή αυθάδεια να αλωνίζουν
στα κτήματά του τα θαλασσινά
στους όρμους και στα περιγιάλια
σφόδρα
ερωτευμένος και αυτός
με την ασημόχρυση
αξιέραστη θεά.

Αρπάζει
μες τα δάχτυλα τον άσκαυλο
και με ορμή και με οργή
αδειάζει
τα πνευμόνια του εντός του.

Ξάφνου κοσμοταραχή
και καταποντισμοί
καράβια θρύψαλα
και θαλασσοπνιγμοί
ο μελωδός
ανηφορίζει άταχτα
ασθμαίνοντας ελαύνει
μην τον αρπάξει
άγριο κύμα
τον τραγοπόδη εραστή
τον καταπιεί σε μια χαψιά
τον βουνίσιο που δεν ξέρει
τι λάβα είναι η αρμύρα
και πως «παίζει» σαν θυμώνει.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΣΕΛΗΝΗ

Πανέμορφη η σελήνη
και πως γουστάρω
το φλοίσβο σου ακούγοντας
να κλέψω το όνειρο
μέσα του να φουντάρω.


Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Καλημέρα. Καλή εβδομάδα.
Καλοκαίρι που είναι, καλοκαιρινές κουβέντες
σαν χωριάτικη σαλάτα.

Της έριξα τσιμπιά μπηχτή
εκεί στο ασκαδραμηχτί *
και πριν προλάβει να τσιρίξει
προέκυψε στα χείλη μίξη.

*Ασκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, με βλέμμα ατενές, ατενώς. Βικιλεξικό
Εδώ κατά παραχώρηση, δηλαδή κατά λαθροχειρία, για λόγους ομοιοκαταληξίας.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Έκλεψα ένα κομμάτι ουρανό
το ξέπλενα στη θάλασσα
να έχω κάτι από τα μάτια σου
βάλσαμο θυμητάρι φυλαχτό. 


Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ


Τον έβλεπε, ο φαροφύλακας, για δεύτερη φορά απόψε. Αεικίνητο, να χειρονομεί, να μουντζώνει, να απειλεί, με φωνές, με αρές. Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι’ αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι’ αγριεμένο κύμα. Μη θαρρείς πως τελειώσαμε, θα τα λέμε, ξανά και ξανά. Εσύ με τη δύναμή σου, εγώ με τα μπράτσα μου και το μυαλό μου. Ώσπου να σε δαμάσω, να με αφήσεις ήσυχο, για ώσπου να με αποτελειώσεις. Σκληρή, κακιά, μαργιόλα άτιμη, σκοτεινή, πλανεύτρα κι’ άγρια σκύλα.

Άγρια νύχτα, χειμερινή, κατράμι μαύρο, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Κι’ η θάλασσα αγρίμι ανταριασμένο, να σηκώνει κύματα θεόρατα, να χτυπιέται με μανία στα βράχια, να τραβιέται μέσα, για να επιστρέψει ξετρελαμένη, ακούραστη.

Πως μπόρεσε ο θαλασσόλυκος να πιάσει κάβο, μεσάνυχτα και κάτι, πως κατάφερε να βρει πέρασμα, να ασφαλίσει τη σκούνα του, να βγει στη στεριά, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος, μουσκεμένος αλάτι, ως το κόκκαλο, είναι ανεξήγητο. Θαύμα θα λέγανε πολλοί, αγράμματοι ή θεομπαίχτες. Εκείνος όχι, κάτεχε τους νόμους της ζωής, τις μαργιολιές της θάλασσας, που σε τραβάει βαθιά στον κόρφο της, εσύ γλυκαίνεσαι κι’ ακολουθείς. Έτσι δρα, έτσι θριαμβεύει, έτσι σε αποτελειώνει.

Τον βλέπει πάλι ξανά, άγρια νύχτα, αχάραχτα να χειρονομεί, να φωνασκεί και να χτυπιέται, πέρα δώθε. Άγριο κύμα κι’ αυτός, τρελό και μανιασμένο. Ανυπόταχτος, ίδιος ως η θάλασσα, η ερωμένη του. Να παίζει, να χάνει το βιος του, μα να κρατάει με τα δόντια, να μην της παραδίνει την ψυχή του. Να κρατάει τη ζωή του, ακέρια, αλώβητη, για να αρχίσει πάλι, ξανά και ξανά, το παιχνίδι της ζωής, που είναι αχώριστο με το παιχνίδι του θανάτου.

Πήγε στο σπίτι του άλλαξε τα ρούχα του, φόρεσε χοντρά ζεστά, έριξε στην πλάτη του την γιορτινή μπατανία. Είναι εδώ πάλι, όπως ο καμένος που αντικρίζει όχι με δέος, αλλά με μίσος την ύπουλη, την άχαρη φωτιά. Άχαρη φωτιά κι’ η θάλασσα, πόσα σπίτια έχει κάψει; Μ’ αυτό το σαπιοκάραβο, πάντρεψε δυο αδελφές, απόκτησε φαμίλια, τέσσερα παιδιά, τα δυο κορίτσι κι’ ένα όνομα σεβαστό. Πριν είχε χάσει άλλα δυο γερά σκαριά, μα σαν διδάχθηκε τις τρικλοποδιές της, δυνάμωσε το μέσα του, πείσμωσε, δεν θα με νικήσεις θάλασσα, είπε και το έκανε πράξη. Τέτοια χειμωνιάτικη νύχτα, πήγε πάλι να τον αποτελειώσει, δίχως να το πετύχει η μαργιόλα. Συνταξιούχος, δεν άραξε με τους απόμαχους της δουλειάς. Άμα πεθάνω στη στεριά, κάηκα, έτσι έλεγε. Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι’ αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι’ αγριεμένο κύμα.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης