Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΠΟΝΟΣ

Έχει την ικανότητα αυτός ο λογοτέχνης – ποιητής, να σε συναρπάζει με τη γραφή του. Με μια σπάνια ευγένεια ήθους γραφής, πραγματεύεται θέματα επώδυνα, με περήφανα κεκρυμμένο πόνο. Τελειώνοντας το διάβασμα, μια πίκρα σου γαργαλάει τον ουρανίσκο. Ψάχνεις κάτι γλυκό, σοκολάτα, καραμέλα, ότι να είναι. Αν δεν τα έχεις πρόχειρα δεν πειράζει, μισή κουταλιά του γλυκού ζάχαρη ή μέλι, κάνουν θαυμάσια τη δουλειά τους.

Για τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη ο λόγος, για το βιωματικό του διήγημα «κάλτσες». Γράφει για δύσκολα ζητήματα, για την φτώχεια, για τις φροντίδες να τα βγάλει πέρα η μάνα του, για την αναπόληση, για τον πόνο της απουσίας. Η αγωνίστρια της ζωής μάνα του, όπως οι περισσότερες μάνες, φορτωμένη τη φροντίδα πολυμελούς οικογένειας, να πλύνει, να σιδερώσει, να μαγειρέψει, να σερβίρει, να φροντίσει για την εμφάνιση των παιδιών. Ενώ είναι με τους άλλους επιεικής, με τον ίδιο της τον εαυτό είναι απαιτητική.

 Έχει μια ενδόμυχη αρχοντιά, που δεν της επιτρέπει να εμφανίζεται ατημέλητη, απεριποίητη. Μέρος της φροντίδας της, ένα είδος αδυναμίας είναι τα καλσόν της, πάνω από το γόνατο, που τα στερεώνει με καλτσοδέτα. Στη φούρια της επάνω, της συμβαίνουν μικροατυχήματα. Πάντα σε ακατάλληλη ώρα, λες και με τον τρόπο αυτό, επαληθεύει πανηγυρικά τον νόμο του Μέρφι. Αφού έχει τακτοποιήσει τους πάντες και τα πάντα, ετοιμάζεται να φορέσει το καλσόν της, για να πάει στην εκκλησία, στην αγορά. Καθώς ο χρόνος δεν είναι σύμμαχός της, ακούγεται ένα α. Η ζημιά έγινε, το καλσόν έσπασε. Γρήγορα η πρακτική θεραπεία, για να περιοριστεί το ατύχημα. Άλλο καλσόν δεν έχει, να πάει να αγοράσει δεν προλαβαίνει, την πιέζει ο χρόνος. Μια σταγόνα όζας για τα νύχια στο προβληματικό σημείο, η καταστραμμένη θηλιά γίνεται κόμπος, εμποδίζοντας την περεταίρω καταστροφή του καλσόν.

Πάει καιρός που η μάνα έφυγε. Κατά την ανακομιδή των οστών της, τα οστά των ποδιών της βρίσκονται μέσα σε ένα σχεδόν ανέγγιχτο από το χρόνο καλσόν, δίχως να ξεχωρίζει κάποιο σημάδι όζας.
Την αποχαιρετίσανε με τη φράση «Καλό ταξίδι».
Καθώς κοίταζε τις μπεζ κάλτσες της, ψιθύρισε: «Έφτασες μητέρα;»

Αμήχανα λόγια. Βαθειά πικρία, πόνος που δεν ξεσπάει, πόνος σκληρός, δάκρυ αναποφάσιστο, να πέσω ή να μείνω.

Στις πόλεις έτσι γίνεται, δεν αφήνουν τους νεκρούς στην ησυχία τους. Στα χωριά, δεν τους ενοχλούν με ανακομιδές.

 Στο χωριό μου, στον ίδιο τάφο της οικογένειας, μπαίνει ο επόμενος νεκρός. Ο μόνος που ενοχλεί τους νεκρούς, είναι ο επόμενος νεκρός: «Ήρθα και εγώ, γινόμαστε όλο και περισσότεροι, κάντε μου μια θέση να βολευτώ μαζί σας». Κάτι τέτοια τους λέει και σμίγει στην παρέα.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου