Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014



Καλημέρα.
 
Δαιμόνιες γυναίκες.
 
Κάποιες γυναίκες, εκτός από όμορφες είναι και έξυπνες. Θαύμαζα μια πολύ όμορφη και σωστά περιποιημένη κυρία γύρω στα τριανταπέντε. Θυμήθηκα το τραγούδι των αδελφών Κατσιμίχα που εκείνη έβλεπε το σερβιτόρο. Την κοίταξα έντονα, βαθιά μέσα στα μάτια. Ευγενικά μου χαμογέλασε και είπε:
 
Μήπως θέλετε να σηκωθώ, να καθίσετε, σαν μεγάλος που είστε;
 
Ε, με έσφαξε, κομμάτια μ’ έκανε. Προσπάθησα να παρηγορήσω τον εγκέφαλο μου, πριν το βάλει στα πόδια. Εντάξει, είμαι μεγάλος, αλλά καθόλου ευτραφής, σαν την κυρία. Αντέχω, ακόμα αντέχω…
 
Κοσμάς Ηλιάδης

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014



ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ
ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 5
              Τα πανεπιστήμια της δεινοκρατίας ήταν ανοιχτά, όποιος ήθελε έμπαινε, όποιος ήθελε έβγαινε. Το κάθε πανεπιστήμιο, δίπλα στην επίσημη ονομασία του, πρόσθετε τη φράση «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο». Κάποιοι μάλιστα κάνανε περίπατο σε ένα από αυτά, δημιούργησαν την «Περιπατητική Σχολή», αντιγράφοντας για πολλοστή φορά, τη χώρα με τους ένδοξους προγόνους. Δεν λέω τη χώρα μας, για ευνόητους λόγους, μετριοπάθειας. Συνέρεε φοιτητόκοσμος από τα πέρατα της γης, της οικουμένης όλης, για αυτό ονομάσανε Οικουμενικό Πανεπιστήμιο, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο. Στα τέσσερα χρόνια ακριβώς, οι υποψήφιοι σοφοί, έπαιρναν τα πτυχία τους. Όσοι δεν συμφωνούσαν με αυτές τις δεινοκρατικές  συνήθειες, ημεδαποί και αλλοδαποί, που έβλεπαν τα πανεπιστήμια, ως τουριστικά αξιοθέατα, εξοστρακίστηκαν. Οι δικοί τους, πήγανε στα σπίτια τους, ψάχνοντας διάφορους τρόπους να ροκανίζουν τα λεφτά του μπαμπά, να μην πάνε φαντάροι, να τη βγάζουν έτσι μπέικα. Μερικοί Επυλίδες επιστρέφανε στις πατρίδες τους, κατηγορώντας το εκπαιδευτικό σύστημα, ως καταπιεστικό. Κάποιοι άλλοι από αυτούς, εργάζονταν στα παντοπωλεία, μεζεδοπωλεία, καφεπωλεία.  Οι περισσότερο τεμπέληδες από αυτούς, λήστευαν τους περαστικούς. Όποιον πολίτη και να σταματούσαν, το πεντοχίλιαρο το είχαν εξασφαλισμένο, αν το επαναλάμβαναν δυο και τρεις φορές τη μέρα, κάνανε τη μπάζα τους, στέλνανε συνάλλαγμα στην πατρίδα τους. Γιατί να δουλεύουν έξι ώρες, για χίλια δηνάρια, ή ρούβλια ή γρόσια, ή Ζλοτι;
              Οι συντηρητικοί του καθεστώτος, ακροαριστεροί  ως και αναρχικοί, βλέποντας την αδιαφορία του συστήματος, που είχε περιπέσει σε ένα τέλμα ευτυχισμένης  άνοιας, διαμαρτύρονταν δεινοκρατικά, στέλνοντας επιστολές, καμιά εικοσαριά τη μέρα, στον προεξάρχοντα της ηρεμίας. Επισημαίνανε τον κίνδυνο της συνήθειας, τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης  τέτοιων απαράδεκτων πρακτικών, στο σύστημά τους. Εκφράζανε το φόβο, μήπως τα δικά τους παιδιά, τα καλά, παρασυρθούν από αυτούς τους άχρηστους τεμπέληδες, μην τυχόν τους αντιγράψουν. Μην τύχει και    η επιδημία από παροδική γρίπη, μετεξελιχθεί σε χρόνια ανίατη ασθένεια. Για τη γρίπη είχαν κάποια εκατομμύρια ληγμένα εμβόλια, τα χρησιμοποιούσαν σαν κανονικά.
ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014




ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ



               177

17 Νοέμβρη
Μέρα χαράς
Και Ανάστασης
Θλίψης και ωδίνης
Μέρα παρεξηγημένη
Δοξασμένης αναπόλησης
Εκμετάλλευσης από «δικούς μας»
Διασυρμού και ύβρης
Από φασίζοντες «δημοκράτες».


79 .- ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΗΤΤΗΜΕΝΩΝ

Μάταια ψάχνεις για να βρεις
Το φως των ηττημένων
Στις τρύπιες σελίδες
Της ιστορίας
Στους λασπωμένους θόλους
Του μυαλού σου
Και στης καρδιάς το σκίρτημα
Μικρή μου παπαρούνα.

Το φως των ηττημένων
Είναι θρόισμα φύλλων
Του Νοέμβρη
Είναι χαμόγελο νούφαρου
Και καμπάνα βερικοκιάς
Βοή του καλαμιώνα
Και ζαβολιές του φλοίσβου
Ρίγος κρυσταλοπηγής
Τραγούδι αξημέρωτο
Και κλάμα πιγκουΐνου.

Το φως των ηττημένων
Είναι λουλούδι αμάραντο
Είναι πανηγύρι χρωμάτων
Και παράθυρο της άνοιξης
Είναι γύρης λουλουδιών
Και χνούδι πεταλούδας
Γουργουρητό περιστεριών.

Είναι δρόσος χαμομηλιού
Και αύρα του ασβέστη
Θάλασσα κόκκινη
Από το αίμα του ήλιου.

Χάντρες ατέλειωτες
Με όνειρα και πλάνες.

Το φως των ηττημένων
Είναι φορτίο ασήκωτο
Στον καθρέφτη.

Το φως των ηττημένων ……

Και ένα σωρό άλλα πράγματα
Εκτός συναλλαγής.

Χωρίς αξία δηλαδή.


Κοσμάς Ηλιάδης

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014



ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ

ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 4


              Τα συστήματα της  δεινοκρατίας, λειτουργούσαν άψογα. Το κερνοβούλιο, που λειτουργούσε ανοιχτά στο στάδιο, ήταν ο φωτεινός φάρος, το προπύργιο του καθεστώτος.  Οι εκλεγμένοι, αγρότες, τσαγκάρηδες, τορναδόροι, χτίστες, ντοματοκαλλιεργητές και γιαουρτάδες, άνθρωποι λαϊκοί της διπλανής πόρτας, λειτουργούσαν λιτά, μετρημένα και θυμόσοφα. Για να μη ζημιώσουν το δημόσιο, κουβαλούσαν τη γραφική  τους ύλη,  τους ατομικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους, από τα σπίτια τους. Αγγαρεύανε γυναίκες, παιδιά, νύφες, σε σπάνιες περιπτώσεις και εγγόνια, για να επανδρώσουν,  (για τις  γυναίκες δεν βρήκα εύστοχη ορολογία, επειγόντως ζητώ βοήθεια, από τον υπουργό της μάθησης), τα γραφεία τους, αμισθί. Οι γυναίκες κουβαλούσαν στις τσάντες τους, τα τάπερ με τα φαγητά, και το πλεχτό τους. Ακόμα, δεν χρησιμοποιούσαν τα  κρατικά τηλέφωνα, αλλά  τα δικά τους, καταβάλλοντας εξ ιδίων τη δαπάνη.  Σε κάποιες περιπτώσεις που ήταν βολικό, συνεννοούνταν με κραυγές και με φωνές, με νοήματα ή με φωτιές. Όταν επρόκειτο να πάνε σε ξένη χώρα, σε κάποια διάσκεψη ή διμερή συνάντηση, παίρνανε το αεροπλάνο, το πλοίο ή το λεωφορείο της γραμμής. Κάποιες φορές,  του έπιανε ο φακός, να κοιμούνται στα έδρανα από την κούραση. Μερικές  φορές, φτάνανε μετά από την έναρξη των εργασιών. Σε μια μάλιστα περίπτωση, χειροκροτούσαν στη λήξη των εργασιών, εκλαμβάνοντάς την ως έναρξη.


              Οι λέξεις, μίζα, προμήθεια, εξαγορά, γρηγορόσημο, ήταν γνωστές, αλλά αποκηρυγμένες. Όποιος έκανε το λάθος να τις προφέρει, δικαζόταν δεινοκρατικά, εισέπραττε ποινή, μέχρι έξι χρόνια φυλακή. Ποινή παρόμοια,  με αυτή που επιβαλλόταν εδώ  στη χώρα μας, σε όσους ανατρεπτικούς,  άκουγαν μουσική Μίκυ Θεοδωράκη, επί χούντας. Τα σαΐνια της διοίκησης, δεν άφησαν σε χλωρό κλαρί, όσους αντικατέστησαν τις παραπάνω λέξεις με γενόσημα: Πάπλωμα, μάρμαρο, μεταφορικά, πάγος και τα τοιαύτα. Οι απατεώνες, τα κάθε λογής  λαμόγια, ήταν άνεργα, πενθούσαν, αλλά αυτό είναι έτερον το κάτεργον. Εξ άλλου, δεν αφορούσε αυτό την υγιή κοινωνία, παρά μια απειροελάχιστη, αμελητέα ποσότητα, δυσδιάκριτη από στατιστικά στοιχεία.


              Οι άνθρωποι ήταν υγιείς, δεν πατούσαν στα νοσοκομεία, τα οποία μοιάζανε σαν άδεια καφενεία, σε ώρα περιφοράς επιταφίου, ή ανάστασης. Κάποια κλείσανε, άλλα συμπτύχθηκαν  ή συνενώθηκαν με όμορα ή ομοειδή. Αφού δεν είχαν δουλειά να προσφέρουν, κάποιοι γιατροί αποφάσισαν να προσφέρουν  την υπηρεσία τους, με τηλεδιάσκεψη, από το σπίτι τους. Για να σκοτώσουνε την ώρα τους, άλλοι γιατροί και νοσηλευτές, παίζανε τένις στους  διαδρόμους των νοσοκομείων, με θεατές τους ελάχιστους ασθενείς. Οι λιγοστοί θαμώνες των νοσοκομείων, συνήθως κάτι γέροι και γριές εκατόν τριάντα χρονών και βάλε, πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο γιατρό τους,  χωρίς ραντεβού, χωρίς αναμονή. Οι γιατροί τρίβανε τα χέρια τους, από τη χαρά τους, που προέκυψε πελάτης. Κάτι λίγοι γιατροί, για να μην ξεχάσουν την επιστήμη τους, κάνανε ψευτοδιαγνώσεις ο ένας στον άλλον, γράφανε συνταγές. Για να μην εκτελούνται από τους φαρμακοποιούς, γράφανε επάνω ψηλά, με τη γνωστή ακαταλαβίστικη σε μας τους άσχετους γραφή, non  paper ή  mea culpa. Κάτι λίγοι φαρμακοποιοί, για να ξεχωρίζουν τις ψεύτικες, από τις αληθινές συνταγές, αλλά και επειδή πιάνανε τεράστιο χώρο στα φαρμακεία τους, τις ρίχνανε σε κενά πηγάδια.  Τα γέμιζαν, μην πέσει και σκοτωθεί κανένα απρόσεχτο παιδάκι. Μερικοί, ίσως πολύ λίγοι,  ασφαλισμένοι, οι οποίοι θεωρούσαν άχρηστα, κάτι σαν κοροϊδία, τα βιβλιάρια ασθενείας τους, τα χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα στο τζάκι τους.  Από εκεί βγήκε η φράση: «Άνθρωπος από τζάκι».


ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014



Καλημέρα.

Τα πρωτοτόκια  οι σοφοί, οι ρήσεις, τα αποφθέγματα, οι  προεκτάσεις και τα συμφραζόμενα.


Όσα μιλώ, τα παίρνει ο άνεμος.
Όσα γράφω, τα θάβει η νύχτα.


Κοσμάς Ηλιάδης