Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014



ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ

ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ 4


              Τα συστήματα της  δεινοκρατίας, λειτουργούσαν άψογα. Το κερνοβούλιο, που λειτουργούσε ανοιχτά στο στάδιο, ήταν ο φωτεινός φάρος, το προπύργιο του καθεστώτος.  Οι εκλεγμένοι, αγρότες, τσαγκάρηδες, τορναδόροι, χτίστες, ντοματοκαλλιεργητές και γιαουρτάδες, άνθρωποι λαϊκοί της διπλανής πόρτας, λειτουργούσαν λιτά, μετρημένα και θυμόσοφα. Για να μη ζημιώσουν το δημόσιο, κουβαλούσαν τη γραφική  τους ύλη,  τους ατομικούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους, από τα σπίτια τους. Αγγαρεύανε γυναίκες, παιδιά, νύφες, σε σπάνιες περιπτώσεις και εγγόνια, για να επανδρώσουν,  (για τις  γυναίκες δεν βρήκα εύστοχη ορολογία, επειγόντως ζητώ βοήθεια, από τον υπουργό της μάθησης), τα γραφεία τους, αμισθί. Οι γυναίκες κουβαλούσαν στις τσάντες τους, τα τάπερ με τα φαγητά, και το πλεχτό τους. Ακόμα, δεν χρησιμοποιούσαν τα  κρατικά τηλέφωνα, αλλά  τα δικά τους, καταβάλλοντας εξ ιδίων τη δαπάνη.  Σε κάποιες περιπτώσεις που ήταν βολικό, συνεννοούνταν με κραυγές και με φωνές, με νοήματα ή με φωτιές. Όταν επρόκειτο να πάνε σε ξένη χώρα, σε κάποια διάσκεψη ή διμερή συνάντηση, παίρνανε το αεροπλάνο, το πλοίο ή το λεωφορείο της γραμμής. Κάποιες φορές,  του έπιανε ο φακός, να κοιμούνται στα έδρανα από την κούραση. Μερικές  φορές, φτάνανε μετά από την έναρξη των εργασιών. Σε μια μάλιστα περίπτωση, χειροκροτούσαν στη λήξη των εργασιών, εκλαμβάνοντάς την ως έναρξη.


              Οι λέξεις, μίζα, προμήθεια, εξαγορά, γρηγορόσημο, ήταν γνωστές, αλλά αποκηρυγμένες. Όποιος έκανε το λάθος να τις προφέρει, δικαζόταν δεινοκρατικά, εισέπραττε ποινή, μέχρι έξι χρόνια φυλακή. Ποινή παρόμοια,  με αυτή που επιβαλλόταν εδώ  στη χώρα μας, σε όσους ανατρεπτικούς,  άκουγαν μουσική Μίκυ Θεοδωράκη, επί χούντας. Τα σαΐνια της διοίκησης, δεν άφησαν σε χλωρό κλαρί, όσους αντικατέστησαν τις παραπάνω λέξεις με γενόσημα: Πάπλωμα, μάρμαρο, μεταφορικά, πάγος και τα τοιαύτα. Οι απατεώνες, τα κάθε λογής  λαμόγια, ήταν άνεργα, πενθούσαν, αλλά αυτό είναι έτερον το κάτεργον. Εξ άλλου, δεν αφορούσε αυτό την υγιή κοινωνία, παρά μια απειροελάχιστη, αμελητέα ποσότητα, δυσδιάκριτη από στατιστικά στοιχεία.


              Οι άνθρωποι ήταν υγιείς, δεν πατούσαν στα νοσοκομεία, τα οποία μοιάζανε σαν άδεια καφενεία, σε ώρα περιφοράς επιταφίου, ή ανάστασης. Κάποια κλείσανε, άλλα συμπτύχθηκαν  ή συνενώθηκαν με όμορα ή ομοειδή. Αφού δεν είχαν δουλειά να προσφέρουν, κάποιοι γιατροί αποφάσισαν να προσφέρουν  την υπηρεσία τους, με τηλεδιάσκεψη, από το σπίτι τους. Για να σκοτώσουνε την ώρα τους, άλλοι γιατροί και νοσηλευτές, παίζανε τένις στους  διαδρόμους των νοσοκομείων, με θεατές τους ελάχιστους ασθενείς. Οι λιγοστοί θαμώνες των νοσοκομείων, συνήθως κάτι γέροι και γριές εκατόν τριάντα χρονών και βάλε, πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο γιατρό τους,  χωρίς ραντεβού, χωρίς αναμονή. Οι γιατροί τρίβανε τα χέρια τους, από τη χαρά τους, που προέκυψε πελάτης. Κάτι λίγοι γιατροί, για να μην ξεχάσουν την επιστήμη τους, κάνανε ψευτοδιαγνώσεις ο ένας στον άλλον, γράφανε συνταγές. Για να μην εκτελούνται από τους φαρμακοποιούς, γράφανε επάνω ψηλά, με τη γνωστή ακαταλαβίστικη σε μας τους άσχετους γραφή, non  paper ή  mea culpa. Κάτι λίγοι φαρμακοποιοί, για να ξεχωρίζουν τις ψεύτικες, από τις αληθινές συνταγές, αλλά και επειδή πιάνανε τεράστιο χώρο στα φαρμακεία τους, τις ρίχνανε σε κενά πηγάδια.  Τα γέμιζαν, μην πέσει και σκοτωθεί κανένα απρόσεχτο παιδάκι. Μερικοί, ίσως πολύ λίγοι,  ασφαλισμένοι, οι οποίοι θεωρούσαν άχρηστα, κάτι σαν κοροϊδία, τα βιβλιάρια ασθενείας τους, τα χρησιμοποιούσαν για προσάναμμα στο τζάκι τους.  Από εκεί βγήκε η φράση: «Άνθρωπος από τζάκι».


ΚΟΣΜΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου