Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014



 
Καλημέρα.
Σε συνέχεια της χθεσινής κουβέντας μας.
Άμα το ήρι αρχομένω… Με την αρχή της άνοιξης… Έτσι ξεκινάει ο πατέρας της ιστορίας  Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος βέβαια είναι παλιότερος, αλλά κάπως αναξιόπιστος, από  την εξιστόρηση του Πελοποννησιακού πολέμου.  Εμείς πάλι – τότε – στο γυμνάσιο του Κιλκίς, το αλλάξαμε. Υβριδικά. Είπαμε λοιπόν. Άμα το ήρι αρχομένω σβόμπα γενομένω.  Σβόμπα ή σμπόμπα = κοπάνα, (από το σχολείο, από τη δουλειά, από το στρατό, από το σπίτι, από τη φυλακή, από τη ζωή).  Όταν την  άνοιξη το γρασίδι μεγάλωνε, ένα τεράστιο πράσινο χαλί απλώνονταν στα λιβάδια, που μας καλούσε, να ξαπλώσουμε πάνω του, μας προκαλούσε να κάνουμε σβόμπα. Λίγα ελληνικά, για τους νεοέλληνες, που πιάνουν πουλιά στον αέρα, στις ξένες γλώσσες κλπ. Αλλά, από την πολλή λαχτάρα τους για αυτές, δεν μαθαίνουν ή λησμονούν τη μητρική τους γλώσσα.
Εντάξει, κάνεις  σβόμπα και που να πας; Φράγκα δεν υπάρχουν. Να γυρίσεις στο δωμάτιο που νοικιάζεις, δεν μπορείς. Θα σε μαρτυρήσει η νοικοκυρά, στους  γονείς  σου, οπότε άστα. Σαν καλός μαθητής, σαν καλός υποκριτής, την ώρα που σχολάει η τάξη σου, επιστρέφεις και συ, με τα βιβλία παραμάσχαλα. Η νοικοκυρά καιροφυλακτεί. Τι έγινε Κοσμά; Καλά. Πως πήγε το σχολείο; πολύ καλά. Σηκώθηκες σε κάποιο μάθημα; Ναι. Σε ποιο; Ιστορία. Τα είπες καλά; Ούου, τα είπα νεράκι. Τι βαθμό λες να πήρες; Δέκα, άριστα (η βάση στο γυμνάσιο). Από εκεί και πέρα, τι σου   μένει ως άλλη επιλογή, πώς να ξοδέψεις το χρόνο της σβόμπας, δίχως μία στην τσέπη; Η λύση, μοναδική. Παρέα με άλλους λιποτάκτες, επίσκεψη, στο δασάκι του Άη  Γιώργη.
Εκείνα τα χρόνια, στο Κιλκίς, είχαμε καθηγήτρια φιλόλογο, σύζυγο στρατιωτικού, την πολύ αυστηρή και για τα δεδομένα της εποχής,  κα Βουτυρά. Της σκαρώσαμε το στιχούργημα:
            Ξεφούσκωσε η μπάλα μου
            πήγα  να πάρω  τρόμπα
            κι’ η Βουτυρά ενόμισε
            πως πάω να κάνω σβόμπα.

            Κοσμάς Ηλιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου