Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ


Τον έβλεπε, ο φαροφύλακας, για δεύτερη φορά απόψε. Αεικίνητο, να χειρονομεί, να μουντζώνει, να απειλεί, με φωνές, με αρές. Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι’ αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι’ αγριεμένο κύμα. Μη θαρρείς πως τελειώσαμε, θα τα λέμε, ξανά και ξανά. Εσύ με τη δύναμή σου, εγώ με τα μπράτσα μου και το μυαλό μου. Ώσπου να σε δαμάσω, να με αφήσεις ήσυχο, για ώσπου να με αποτελειώσεις. Σκληρή, κακιά, μαργιόλα άτιμη, σκοτεινή, πλανεύτρα κι’ άγρια σκύλα.

Άγρια νύχτα, χειμερινή, κατράμι μαύρο, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Κι’ η θάλασσα αγρίμι ανταριασμένο, να σηκώνει κύματα θεόρατα, να χτυπιέται με μανία στα βράχια, να τραβιέται μέσα, για να επιστρέψει ξετρελαμένη, ακούραστη.

Πως μπόρεσε ο θαλασσόλυκος να πιάσει κάβο, μεσάνυχτα και κάτι, πως κατάφερε να βρει πέρασμα, να ασφαλίσει τη σκούνα του, να βγει στη στεριά, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος, μουσκεμένος αλάτι, ως το κόκκαλο, είναι ανεξήγητο. Θαύμα θα λέγανε πολλοί, αγράμματοι ή θεομπαίχτες. Εκείνος όχι, κάτεχε τους νόμους της ζωής, τις μαργιολιές της θάλασσας, που σε τραβάει βαθιά στον κόρφο της, εσύ γλυκαίνεσαι κι’ ακολουθείς. Έτσι δρα, έτσι θριαμβεύει, έτσι σε αποτελειώνει.

Τον βλέπει πάλι ξανά, άγρια νύχτα, αχάραχτα να χειρονομεί, να φωνασκεί και να χτυπιέται, πέρα δώθε. Άγριο κύμα κι’ αυτός, τρελό και μανιασμένο. Ανυπόταχτος, ίδιος ως η θάλασσα, η ερωμένη του. Να παίζει, να χάνει το βιος του, μα να κρατάει με τα δόντια, να μην της παραδίνει την ψυχή του. Να κρατάει τη ζωή του, ακέρια, αλώβητη, για να αρχίσει πάλι, ξανά και ξανά, το παιχνίδι της ζωής, που είναι αχώριστο με το παιχνίδι του θανάτου.

Πήγε στο σπίτι του άλλαξε τα ρούχα του, φόρεσε χοντρά ζεστά, έριξε στην πλάτη του την γιορτινή μπατανία. Είναι εδώ πάλι, όπως ο καμένος που αντικρίζει όχι με δέος, αλλά με μίσος την ύπουλη, την άχαρη φωτιά. Άχαρη φωτιά κι’ η θάλασσα, πόσα σπίτια έχει κάψει; Μ’ αυτό το σαπιοκάραβο, πάντρεψε δυο αδελφές, απόκτησε φαμίλια, τέσσερα παιδιά, τα δυο κορίτσι κι’ ένα όνομα σεβαστό. Πριν είχε χάσει άλλα δυο γερά σκαριά, μα σαν διδάχθηκε τις τρικλοποδιές της, δυνάμωσε το μέσα του, πείσμωσε, δεν θα με νικήσεις θάλασσα, είπε και το έκανε πράξη. Τέτοια χειμωνιάτικη νύχτα, πήγε πάλι να τον αποτελειώσει, δίχως να το πετύχει η μαργιόλα. Συνταξιούχος, δεν άραξε με τους απόμαχους της δουλειάς. Άμα πεθάνω στη στεριά, κάηκα, έτσι έλεγε. Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι’ αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι’ αγριεμένο κύμα.

Επιλήσμων  παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου