Πέμπτη 4 Μαΐου 2017

ΠΑΡΕ – ΔΩΣΕ

Ήταν αγανακτισμένος, με φορτία πολλών μποφόρ. Είχε δανείσει στον εξάδελφο του ένα σημαντικό ποσό. Τον είχε στη δούλεψη του. Έπαιρνε το μισθό του κανονικά, στην κτηνοτροφική μονάδα που εργαζόταν, αλλά το χρέος του, αντί να μειώνεται, αυξανόταν. Nα μια μπροστάντζα να πληρώσει την κάρτα, να για το νοίκι, το ρεύμα, πάντα αντί να λιγόστευε το χρέος, έπαιρνε την ανηφόρα. Είπε λοιπόν στον φίλο του τον πόνο του:

- Κοίταξε και εγώ είμαι χρεωμένος, προσπαθώ να ισορροπήσω τα πράγματα. Κάποιοι όμως σου δίνουν δέκα, προσπαθούν να σε πείσουν πως σου έδωσαν εκατόν δέκα. Το λένε με τέτοια πειστικότητα, που στο τέλος μπορεί και οι ίδιοι να το πιστεύουν. Άρα, είσαι υποχρεωμένος για εκατόν δέκα. Κάποιοι είναι από το χωριό του πάρε, κάποιοι άλλοι σαν κι εμένα είναι από το χωριό του δώσε. Ο ακροατής αντέδρασε λέγοντας:
- Κοίταξε φίλε, εγώ είμαι από το χωριό του πάρε – δώσε.

Επιλήσμων παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου