Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014



ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ

                          74

                ΑΛΗΤΗΣ

Πήγε για καφέ. Έφυγε καφέ – μελανός, στο χρώμα, από κούραση, από αίσθημα και ρουφήγματα. Με βαθουλωμένα μάτια, απλανές βλέμμα, αδειανός από ενέργεια. Άβουλος, εξαρτημένος, χωρίς να ξέρει προς τα πού να πάει. Άδειο σακί, που όρθιο να σταθεί.

Καφές με μπόλικες φουσκάλες, με υπόγεια ρεύματα, θαλασσινά μποφόρια, παφλασμούς κυμάτων, χτυπιούνται στα βράχια, υποχωρούν, επανέρχονται, πάλι από την αρχή και ξανά και ξανά. Μουσική  πανδαισία αστεριών, χάδια σελήνης, βόμβος μελισσών, ανοιξιάτικος οίστρος, τραγούδι αξημέρωτο.

Πήγε μόνο για καφέ, που να ήξερε. Την επομένη θα πήγαινε με στρατό ετοιμοπόλεμο, κατά παράταξη, με εφ’ όπλου λόγχη, για τη μάχη. Για νίκη ή πανωλεθρία, για ηδονή και θάνατο.

Τόσα χρόνια, ακυβέρνητο καράβι, με σπασμένα πλευρά, με σκισμένα πανιά. Τώρα άλλαζε σχέδια, θα καλαφάτιζε τα πλευρά, θα αγόραζε καινούργια  πανιά, θα το σουλούπωνε, θα το έβαφε. Θα έγραφε με μεγάλα γράμματα στην πλώρη  το όνομά της, ΖΩΗ.  Τέλος τα ξάστοχα σαλπαρίσματα, από λιμάνι σε λιμάνι. Έτσι θα έπαυε να είναι, να νοιώθει και να ζει σαν αλήτης, το παιδί της αλάνας τέλος. Ήτα πλέον καιρός να αράξει.  Τώρα που βρήκε λιμάνι απάγκιο.

Αλλά, άμεσα, τώρα, τον τραβούσε άγρια χωρίς  σταματημό, το συρματόσχοινο της ανάγκης, Δευτέρα εργάσιμη. Σαν τον  χαμένο, που δεν ξέρει, προς τα που να βαδίσει. Σαν το μαθητούδι της πρώτης τάξης, που αρρωσταίνει και κάνει  εμετό. Που δεν θέλει να αποχωριστεί, από την ασφάλεια της μητρικής αγκαλιάς. Όμως αυτός, μεγάλος πια, πώς να συνταιριάξει παιδιάστικα καμώματα;

Παρ’ όλα αυτά, παλινδρόμησαν σταγόνες από το ντελβέ, του ήρθε ανείπωτη πίκρα στο στόμα, την κατάπιε με το ζόρι, όπως φάρμακο φαρμάκι. Πήρε το τελευταίο καυτό φιλί, παραπάτησε, τράκαρε στην κολώνα. Αύριο πάλι της είπε και έφυγε ζαλισμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου