Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013



                       ΔΙΑΦΟΡΑ μέχρι και ΑΔΙΑΦΟΡΑ

                                                    21

ΚΑΗΚΕ ΤΟ ΦΙΛΜ

            Τώρα το γυναικείο κορμί,  πωλείται ελεύθερα στα περίπτερα, τόσο το ψαχνό, τόσο τα μπούτια, τόσο το στήθος. Το συμφερότερο είναι να το αγοράσεις ολόκληρο, σου βγαίνει φθηνότερα. Μετά το απολαμβάνεις  στο σπίτι σου, άνετα και με την ησυχία σου.  Δεν ήταν πάντα έτσι. Ούτε χειρότερα, μήτε καλλίτερα, απλά δεν ήταν έτσι.

          Η συμμορία αποτελούνταν από πέντε άτομα, σπάνια να έμπαινε κάποιος προσήλυτος έκτος. Κατηφορίζαμε στο λευκό Πύργο. Η «δουλειά» γινόταν τα Σαββατιανά  αλλά κυρίως τα Κυριακάτικα απογεύματα. Παραμονεύαμε στα απέναντι παγκάκια, παρέες κοριτσιών,  η και μόνες τους, εργαζόμενες, υπηρετριούλες, ότι να ήταν. Ο καλός ο μύλος τ’ αλέθει όλα! Μπατιρλίκια και μπατιρόσπορα, οι ηλικίες μας, έντεκα,  δώδεκα, τα πρώτα σκαλιά της εφηβείας.        
     
          Έπεφτε το πενηνταράκι  κάτω από το παγκάκι, ο «κληρωτός» κατέβαινε να το γυρέψει και καθυστερούσε όσο μπορούσε.  Μετά από επίπονη αναζήτηση του «κέρματος» ανακαθόταν στο παγκάκι αναψοκοκκινισμένος, κρατώντας στα χέρια του το νόμισμα. Το σμάρι έπεφτε επάνω του, ζητώντας αναλυτική περιγραφή. «Λέγε μας στα γρήγορα, τι είδες στον κάτω κόσμο;» «Είδα άσπρο χιόνι, δαντελωτό, στις κορφές  δέντρα ψηλά, αλλά τη βρύση δεν την είδα, έστριψε το αμάξι απότομα και όλα χάθηκαν.» «Γαλάζια θάλασσα, με λίγο κυματάκι» «Λίγο νερό βρε παιδιά, κάηκα από την  φωτιά, μπούτια σταρένια, κόκκινος κήπος κεντημένος με άσπρα τριαντάφυλλα» «Ουράνιο τόξο, όλα τα χρώματα μέσα»

            Σαν ήρθε η σειρά μου, με πολύ σπουδή ρίχνω το πενηνταράκι, μετά καμώνομαι πως το ψάχνω, ξεχάστηκα, έμεινα εκεί. Με τράβηξαν με το ζόρι. Πέσανε επάνω μου, θα με πνίγανε. «Άντε λέγε γρήγορα μονοφαγά, μας τάραξες στο περίμενε και στην αγωνία.» «Κάντε πέρα βρε γαϊδούρια, θα με πνίξετε, λίγο αέρα, να αναπνεύσω.» «Άσε τα σάπια σου και λέγε γρήγορα.» «Δεν μπορώ να μιλήσω, με πνίγετε.» Μου δώσανε χώρο και χρόνο να αναπνεύσω. «Άντε λέγε τώρα, πως ήταν, έγχρωμο;» «Όχι» «Ασπρόμαυρο;» «Όχι» Ξαναπλησίασαν απειλητικά. «Λέγε, αλλιώς σε πνίγουμε» «Ούτε άσπρο,  ούτε μαύρο, ούτε έγχρωμο.» Χέρια απλώθηκαν στον αέρα, απειλητικά εναντίον μου.  «Σας είπα, Ούτε άσπρο,  ούτε μαύρο, ούτε έγχρωμο.» «Ε, τότε, τι;» «Κάηκε το  φίλμ, κι έτσι δεν μπόρεσα να διακρίνω τίποτα!» «Και τι έκανες ρε μπαγάσα τόσην ώρα εκεί κάτω;»  «Προσπαθούσα, αλλά με τύφλωσε το φλας.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου