Καλημέρα. Χρόνια πολλά, πνευματώδη.
ΤΟ ΘΕΙΟ ΒΡΕΦΟΣ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΒΑΓΟΝΙ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ
Ολόκληρο
ψητό γουρουνόπουλο, μπριζόλες, μπιφτέκια, σουβλάκια, λουκάνικα και
σουτζουκάκια, σπανακόπιτες, πρασόπιτες, τυρόπιτες, λουκανόπιτες, άλλες πίτες
που δεν γνώριζε, ή δεν μπορούσε να ονομάσει, σαλάτες με αγγουροντομάτα,
μαρούλι, μπρόκολο, ρόκα, μελιτζάνα, τζατζίκι, ρώσικη, γλυκά τα καλλίτερα,
κρασιά μεσαία, διάφορα αναψυκτικά. Kι’ αυτός να λείπει; Πρόθυμος καταναλωτής,
λόγω συνθηκών, σε όλα. Αν μπορούσε να πάρει κάποια κρεατικά, για το σκύλο που
δεν είχε, σε σακούλα θα το έκανε, κάτι να πάει στο σπίτι, στις τσέπες του
έστω…… Αλλά αυτός έλλειπε, κρίμα. Από την άλλη μεριά, ήταν η έκτακτα σπουδαία
πρόσκληση του φίλου του μια μεγάλη δουλειά, με ξενοδοχειακή μονάδα, που
προγραμμάτιζε, μια εταιρία Ελληνικών και ξένων συμφερόντων.
Τα
χρήματα που συγκέντρωσε, ήταν απίστευτα πολλά, για εκείνον και για τις κρίσεις
του. Είχε να πάρει χρόνια τόσα χρήματα μαζεμένα, χρόνια πολλά, να πιάσει τόσο
πολύ, ζεστό ζωντανό χρήμα. Αν δεν τον καλούσαν, αν δεν προέκυπτε, θα ήταν στην
τραπεζική ευωχία. Συνέπεσαν βλέπεις και τα δυο, είχαν χρονική ταυτότητα που
λέμε. Έτσι διάλεξε τη δουλειά, χωρίς να υπολογίζει ότι θα αποκτούσε μια μικρή
περιουσία, για τα δικά του δεδομένα. Χαρούμενος και λυπημένος, γιατί να συμβούν
και τα δυο μαζί! Το καλό και το κακό. Μάλλον όχι, τα δυο καλά, που επειδή έτυχε
να συμβαίνουν στον ίδιο χρόνο, το ένα επικάλυπτε το άλλο και το προσδιόριζε
αυτόματα σε κακό. Σε απωθημένη και μη πραγματοποιούμενη επιθυμία – έλλειψη.
Ο
Όμηρος τυφλός συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Ο Τζόυς σχεδόν τυφλός τον
Οδυσσέα. Πάλι αυτός ο έλληνας, χώνεται παντού, πολυμήχανος και πανούργος. Ο
Μπόρχες το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, το δημιούργησε σχεδόν τυφλός.
Προβλήματα όρασης είχε τελευταία πριν αποδημήσει, ο ευπατρίδης, ο αριστοκράτης,
ο έγκριτος νομικός, σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Γούλας.
Πλήρωσε
τους πιστωτές του, στα γειτονικά μαγαζιά, πήρε κάτι πρόχειρο από το
σουβλατζίδικο. Ήταν άλλος άνθρωπος, χαιρετούσε τους γείτονες, δεν απέφευγε την
κουβέντα τους, απέκτησε ένα βάρος στο περπάτημα, σαν να ψήλωσε μεμιάς. Ανέβηκε
στο διαμέρισμά του, στο κατώφλι του φρέσκοι λογαριασμοί τον περίμεναν. Το
ρεύμα, το τηλέφωνο, δυο πιστωτικές κάρτες και μια διαφορετική. Ευχετήρια
πρόσκληση, για τις επερχόμενες γιορτές των Χριστουγέννων και του νέου έτους,
ζωγραφισμένη δια χειρός Ευανθίας Καλιφωτίδου. Η πρόσκληση έγραφε: «Κύριο
Ευδόκιμο Χαντακωμένο, επίτιμο πρόεδρο του περιηγητικού συλλόγου «Οξυγόνο». - Ο
Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. του Περιπατητικού ομίλου Θεσσαλονίκης, σας καλούν
στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή που θα διοργανωθεί στην Δ. προβλήτα του Λιμανιού
την Τετάρτη 21-12 του έτους χ ώρα 2 μ.μ. Η παρουσία σας θα είναι τιμή για μας.-
Έφτασε άκαιρα στον παραλήπτη. Αφορούσε, την παρελθούσα γαστριμαργική
κοσμογονία, που έχασε. Δεν βόλεψε, δεν μπόρεσε να συνταιριάξει και τα δυο: «Την
μεν φιλείν, την δε θεραπεύειν». Σαν πρόεδρος, υπήρξε χρόνια η καρδιά του
συλλόγου οξυγόνο, πλήρωνε μεγάλο μέρος των ελλειμματικών υποχρεώσεων, που πάντα
κατά διαβολική συγκυρία, ο σύλλογος είχε. Δεξιώθηκε κόσμο και κόσμο στην
κατοικία των θεών. Λένε πως έσωσε πολλούς από το χαμό, του χιονιού, της βροχής,
του δρόμου ή της ζωής. Εκείνος δε μιλάει ποτέ για αυτά. «Παλαιολιθικές τρέλες»
απαντάει δύσθυμα, όταν προσπαθούν να ανάψουν κουβέντα οι φίλοι του, γύρω από
αυτά.
Είδε
και την κάρτα του φίλου του, θυμήθηκε την πρόσκληση, για μια μεγάλη δουλειά.
Μια μεγάλη εταιρία ελληνικών και ξένων συμφερόντων, είχε στα σχέδιά της,
ετοίμαζε την ανέγερση μια σπουδαίας ξενοδοχειακής μονάδας. Ήταν μια αναδυόμενη
κατά τα φαινόμενα μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Του ζήτησε να πάει στην
πρωτεύουσα, να δει το χώρο, να υποβάλλει προτάσεις και στη συνέχεια να
κατασκευάσει τη σχετική μακέτα, με τις συνοδευτική του προσφορά. Πήρε το
λεωφορείο με αριθμό 3 για το σταθμό, από εκεί πήρε το επόμενο τραίνο για την
Αθήνα.
Παραμονές
Χριστουγέννων - πέντε μέρες πριν τα Χριστούγεννα - βρέθηκε στην Αθήνα, στο
δρόμο από το σταθμό Λαρίσης, πέρασε από την Ομόνοια. Είδε το Χριστουγεννιάτικο
δέντρο βαρυφορτωμένο. Άνθρωποι βιαστικοί, βαρυφορτωμένοι κι’ αυτοί έγνοιες,
έγνοιες πολλές. Δεν σου δίνουν σημασία, που να συγκριθεί αυτή η πόλη με τη νύφη
του Θερμαϊκού, με την παραλία της, με την πλατεία της. Στη Θεσσαλονίκη, όλα
ήταν στολισμένα, οι βιτρίνες, οι δρόμοι, τα σπίτια, οι πλατείες. Η δική του
πόλη έμοιαζε σαν κουφέτο, σαν κουραμπιεδάκι πασπαλισμένο με άχνη, σαν
μελομακάρονο φορτωμένο καρύδια και σιρόπι. Που να τον κρατήσει η Αθήνα, άφησε
τις δουλειές του μισοτελειωμένες και έφυγε σαν κυνηγημένος.
Στο
τραίνο της επιστροφής του ήταν βαρύς και δύσθυμος, οι δουλειές του δεν πήγαν
καλά, όπως προγραμμάτιζε, έλπιζε και ευχόταν. Χωρίς να το ομολογήσει βέβαια,
πως επειδή ήταν αφηρημένος και βιαστικός, δεν συνεργάσθηκε όπως θα άρμοζε σε
έναν σωστό επαγγελματία. Δεν έγινε ούτε καν προκαταρκτική συμφωνία, για
ανάθεση, δεν του ζητήθηκε η μελέτη του χώρου, η κατασκευή μακέτας, για τα
περεταίρω. Ναυάγησε λοιπόν η μεγάλη δουλειά, με την αναδυόμενη κατά τα
φαινόμενα μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα.
Το
μόνο καλό στην ιστορία ήταν που ο φίλος του επέστρεψε δυο χιλιάδες ευρώ,
δανεισμένα εδώ και πολύ καιρό. Δηλαδή ξεγραμμένα. Ένα καλό «δώρο» να περάσει
καλά τις γιορτές, να ξελασπώσει και από άλλα χρέη. Έβαλε το κάθισμα σε θέση
ανάκλησης, προσπάθησε να χαλαρώσει, έκλεισε τα μάτια, προσμένοντας να ταξιδέψει
στη χωρά του Μορφέα.
Σας
παρακαλώ, κάντε κάτι, ηρεμήστε το μωρό σας, δώστε του την πιπίλα του, σκέφτηκε
να πάει να πει στους γονείς του. Δεν το έκανε. Σε κάποιο βάθος χρόνου,
ανυπολόγιστου, αφού διαστέλλεται σε τέτοιες καταστάσεις, τον πήρε ο ύπνος.
Χαλάρωσε, ταξίδευε διπλά, στο χώρο και στο χρόνο.
Τον
ξύπνησε το γάργαρο γέλιο του μωρού. Έντονο, δυνατό, παρατεταμένο. Ένα γέλιο
ιδιαίτερο, που μόνο αυτό μπορούσε να δώσει, όπως αυτό ήξερε, όπως όλα τα μωρά
μπορούν και ξέρουν. Μια ευτυχία τον πλημύριζε. Υπήρχε πλέον, νέα μουσική
συμφωνία, από το γέλιο του μωρού, ανακατεμένο με τον ήχο από τις ρόδες στις
ράγες του τραίνου. Μια παρατεταμένη ευτυχία, με μουσικές, χάδια, θροίσματα
αγγέλων. Ανάσανε βαθιά, τόση χαρά, τέτοιος θησαυρός, κρυμμένος σε μια μικρή,
τόση δα, ψυχούλα.
Το
Θείο βρέφος, ψιθύρισε.
Σήκωσε
ψηλά το κεφάλι, τέντωσε το λαιμό του, προσπάθησε να απολαύσει και οπτικά, το
ευειδές γεγονός. Στάθηκε αδύνατο, πέντε σειρές καθισμάτων, τον χώριζαν από τον
παράδεισο.
Άραγε
τι χρώμα να είχαν τα μάτια του Θείου βρέφους; Τι χρυσές αναλαμπές
ακτινοβολούσαν, στο απόγειο του χαρμόσυνου γάργαρου γέλιου του; Τι χρώμα να
είχαν τα μαλλιά του, πώς να ήταν το πρόσωπό του;
Έχετε
ένα αγγελούδι μαζί σας, σκέφτηκε να πάει να τους πει. Δεν το έκανε. Οι γονείς
του γνώριζαν καλά, το θησαυρό που είχαν στην αγκαλιά τους.
Αλλά
όμως, δεν θα μάθουν ποτέ, την ευτυχία που χάρισε, σε κάποιον άγνωστο άνθρωπο,
παραμονές Χριστουγέννων, σε κάποιο βαγόνι του συρμού.
Έφτασε
στο διαμέρισμά του κατάκοπος, μα περισσότερο θυμωμένος με τον εαυτό του, που
έχασε ένα σημαντικό για αυτόν διήμερο, παραμονές Χριστουγέννων, σε ένα άσκοπο
εκ του αποτελέσματος, πήγαινε – έλα, στην Αθήνα.
Ήπιε
ευχαριστημένος τον καφέ του. Θυμήθηκε τους στίχους του αφανούς ποιητή – φίλου
του: ΕΣΤΙΑ: Αυτοί οι δρόμοι/ αυτή η πόλη/ είναι χαμένη. /Αν δεν υπάρχει/ φωτιά
ν’ ανάβει /να σε προσμένει./ Τόσο Ψέμα για να πεις ένα παράπονο; Η πόλη καλά
κρατούσε. Μια χαρά τραβούσε το δρόμο της. Με τον ελάσσονα ή ανύπαρκτο ποιητή τι
γίνεται; Έλεγε σε άλλους φίλους: «Να τον βοηθήσουμε κάπως, επιτέλους να βγάλει
το άχτι του. Να τα δημοσιεύσουμε για λογαριασμό του».
Έκλεισε
το διακόπτη του θερμοσίφωνα, ανοιχτό για δυο τρεις μέρες. Γέμισε τη μπανιέρα με
καυτό νερό, δέχθηκε ένα μικρό ευχάριστο τράνταγμα από το ζεστό νερό, χαλάρωσε
και διάβαζε την εφημερίδα του. Στα ψιλά, σε κάποια εσωτερική σελίδα διάβασε: .-
Σε εγκαταλελειμμένη οικία, βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα αγνώστου ανδρός.
Ερευνάται η ταυτότητά του, αναζητούνται οι οικείοι του, αν υπάρχουν, να
παραλάβουν το πτώμα για τα περαιτέρω.
Αν………
αν δεν είχε λάβει την πρόσκληση για τη δουλειά, θα είχε πάει στην προεόρτια
χριστουγεννιάτικη γευστική πανδαισία. Όχι από βουλιμία, αλλά να στυλωθεί κάπως.
Τρέκλιζε σα μεθύστακας, λόγω υποχρεωτικής δίαιτας. Θα είχε εξωσθεί, μπορεί να
ήταν και αυτός ένα ακόμη άγνωστο πτώμα. Γέλασε πικρά. Τουλάχιστον θα έφευγε χορτάτος,
σκέφτηκε.
Πλημμύρησε
το μπάνιο. Από μυρωδιές που εισβάλανε αναίσχυντα από το φωταγωγό. Μοσχοκάρυδο,
κανέλα, ινδοκάρυδο, βανίλια, και άλλες προκλητικές μυρωδιές από σπιτίσια
τσουρέκια, μελομακάρονα και γλυκά.
Από
τον παραπάνω, απέναντι όροφο ακούγονταν, με τη συνοδεία αρμόνικας, οι πρόβες
μικρών παιδιών: «Καλήν ημέραν άρχοντες …»
Επιλήσμων
εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων
και αντιγραφέας εξ ιδίων
Κοσμάς
Ηλιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου