Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

ΣΕΡΤΙΚΑ ΤΣΙΓΑΡΑ

Είπα κάποτε να ντύσω
με εικόνες τη γραφή
τι να ανοίξω τι να κλείσω
χάθηκα στη διαδρομή.

Βρήκα τόσες δυσκολίες
είπα πως δεν γίνεται
άλλος με τεχνολογίες
γνώστης καταγίνεται.

Γύρισα στα λόγια τα απλά
δίχως της εικόνας τη λαχτάρα
φορτωμένα πίκρα ή χαρά
σέρτικα άφιλτρα τσιγάρα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 
ΕΚΤΑΚΤΩΣ ΑΤΑΚΤΑ
ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Έκανε καλό καιρό, κάτι σαν ύστερη άνοιξη, κόντευε μεσημέρι, δουλειά δεν είχα, κατηφόρισα προς τη θάλασσα, από τη βίλα μου, τι βίλα, μια τεράστια έπαυλη, ένα ασύγκριτο παλάτι, αυτά μεταξύ μας, μη φτάσουν μέχρι την εφορία, γιατί αλίμονο μου, το χάνω το λαθραίο, μέχρι την ιδιωτική μαρίνα μου. Η πλαγιά που κατηφορίζει στη θάλασσα είναι δική μου, ο καημός μου, δεν μπόρεσα να περιλάβω στην ιδιοκτησία μου, όλο το βουνό. Έχω εκεί καλά καμουφλαρισμένο κότερο μου, στο Πόρτο Κουφό, εκεί που οι ναζιστές κρύβανε τα υποβρύχια τους, στο μεγάλο πόλεμο. Διαρρύθμισα το χώρο έτσι, που να χωράει καμιά δεκαριά κότερα. Θα βολέψω κάτι φιλαράκια, που δεν έχουν οι καημένοι, μέρος να κρύψουν τις θαλαμηγούς τους. Κάθισα σε ένα τεχνητό βράχο, άρχισα να ψαρεύω, μη φαντασθείτε τίποτα σπουδαίο, γοβιούς, πέρκες, γύλους, άντε κανένα σπαράκι. 

Αγνάντευα το πέλαγο, και συλλογιόμουν, πως έφτασα ως εδώ, ψηλά. «Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει. (Σολωμός – Ελεύθεροι Πολιορκημένοι)» Ο καιρός ήταν γλυκός, ο ήλιος σε ζάλιζε, το αεράκι σε νανούριζε, ξαφνικά ένοιωσα να ταξιδεύω.

Χαλάρωνα, πήραν να σκοτεινιάζουν τα μάτια μου, ένοιωσα ένα δυνατό τράβηγμα από τη πετονιά, μάταια έφερα αντίσταση, το θηρίο που με τραβούσε ήταν δυνατότερο, αλλά δεν είχα σκοπό να του κάνω τη χάρη. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα, με παρέσυρε προς τα κάτω, πήρα δυο κουτρουβάλες, μάτωσαν τα χέρια μου, απείχα δεν απείχα ένα μέτρο από τη θάλασσα, όταν μπόρεσα να σκαλώσω την πετονιά σε μια κολώνα, δεν θυμάμαι αν ήταν Κορινθιακού, Ιωνικού, Δωρικού, ή άλλου ρυθμού. Έφερα την πετονιά τρεις τέσσερις γύρους, έδεσα ναυτικούς κόμπους, κάθισα να ηρεμήσω το ασθμαίνον στήθος μου. Η πετονιά πότε τεντωνόταν σε σημείο να σπάσει, πότε χαλάρωνε. Την πρόσεξα καλά, δεν ήταν η πετονιά που είχα, αλλά ένα γαλβανισμένο συρματόσχοινο, καθώς τεντωνόταν έβγαζε διάφορους ήχους, ντραν ντρον, ντραν ντριν, τόινγκ, μπιγκ μπαγκ και άλλους μελωδικότερους, που απολάμβανα, αλλά δεν μπορούσα να τους καταγράψω, ο μουσικά αστοιχείωτος, ο αναλφάβητος, ο τεμπέλης. Τόσες ευκαιρίες μου είχε προσφέρει η δημοκρατία μας, από το να αποκτήσω τη στοιχειώδη μουσική μόρφωση, ή ακόμη να προχωρήσω και παραπάνω, αν είχα τα κότσια (ένα άσχημο όνομα της δραχμής, που προβιβάστηκε και έγινε ευρώ). Ο άχρηστος δεν επωφελήθηκα από καμιά. Μου άρεσε φαίνεται να παραμείνω ντουβάρι, αλλά τώρα που δυσκολεύομαι να σας μεταφέρω αυτή τη μουσική πανδαισία, βλέπω πόσο αχάριστος υπήρξα. Ακόμα και η χούντα μου πρόσφερε φοιτητική θέση στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο, πάλι αρνήθηκα ο βλάκας. Πίστευα φαίνεται πως έκανα αντίσταση. Δεν είδα όμως γραμμένο πουθενά το όνομά μου, στα αντιστασιακά κιτάπια. Τζάμπα ο κόπος, άδικα τεμπέλιαζα δηλαδή.

Ο τόπος με το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, μου φάνηκε ξένος, αφιλόξενος και κρύος, ένα χάρμα φυγής. Στο πολιτικό σύστημα ήταν πολύ προχωρημένοι, εξέλιξαν τη δημοκρατία στον ανώτερό της βαθμό, την προβίβασαν σε δεινοκρατία. Την ονόμασαν δε έτσι, χάριν ευφωνίας, για να καταριούνται όλα τα κακά της μοίρας τους. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι, αν όχι ευτυχείς. Το καθεστώς έδερνε τη φτώχια, τσάκιζε την ανεργία, πυροβολούσε την ακρίβεια, την ανασφάλεια, το φόβο του θανάτου. Οι εκεί ιθαγενείς ζούσαν εφτακόσια, οχτακόσια χρόνια, πεθαίνανε με το φτυάρι, με το τιμόνι, με το στυλό, με τη ράβδο χρυσού στο χέρι, ανάλογα με τη δουλειά που έκανε ο καθένας. Πρόεδρος της δεινοκρατίας ήταν ένας εθνικός ήρωας, απροσμέτρητου βεληνεκούς. Σε ηλικία δυο χρονών έσωσε τη χώρα από τους βαρβάρους. Ήταν μεσάνυχτα, παραμονή της παραμονής της χώρας στο ευρώ, όταν έβγαλε ένα κλάμα τόσο δυνατό, που οι κοιμισμένοι φύλακες ξύπνησαν από τον ευχάριστο ύπνο τους, ένας από αυτούς, τσεβδός αλλά ταχύπους, τράβηξε της καμπάνας το σχοινί (Γ. Ρίτσος). Έγινε σαματάς, ενώθηκαν οι κίτρινοι με τους καφέ, οι γαλάζιου με τους πράσινους, οι μαύροι με τους καραμαύρους, οι άσπροι με τους πάγους, ρίξανε κάτι μολότωφ, οι εκτός των τοιχών επελαύνοντες εχθροί, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τα οχυρά της πόλης. Χάσανε το βασικό τους όπλο, το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η δεινοκρατία τίμησε δεόντως το σωτήρα της χώρας, τον έκανε αρχηγό της. Για τον καμπανοκρούστη δημιούργησαν μια θέση στο ελλιπές δημόσιο, οι καμπάνες χτυπούσαν πλέον με χρονοδιακόπτη. Το γιατρό που διέγνωσε κοιλόπονους του παιδιού, τον στείλανε πρόξενο στη Βραζιλία. Κάποιοι κλακαδόροι μάλιστα λέγανε ότι το κατόρθωμα που έκανε ο μικρός, ήταν ανώτερο από του Ηρακλή, διότι τα φίδια που βάλανε στην κούνια του, ήταν σκοτωμένα.

Δεν μου άρεσε αυτή η χώρα, έλεγα πως και πώς να φύγω, αλλά λες και τα πόδια μου είχαν κολλήσει, δεν μπορούσα να κάνω βήμα, άσε που κάθε τόσο έρχονταν νέα ακούσματα από το συρματόσχοινο. Όλα γενικώς εκεί τα βρήκα χάλια. Που η δικιά μας η δημοκρατία. Οι άνθρωποι εκεί δούλευαν ως ενενήντα χρόνια, αμείβονταν σαν να δούλεψαν, εκατό και βάλε χρόνια. Στην εταιρία φωτός, οι συνδικαλιστές φιλοξενούσαν συνδικαλιστές άλλων χωρών, πληρώνοντας εξ ιδίων. Ήμουνα σε ένα ξενοδοχείο φαγητού, όπου μήτε ξενοδόχο είδα, μήτε γκρούμ, είδα όμως συνδικαλιστές της εταιρίας φωτός. Πλήρωσε, ο πρόεδρος τη μακαρονάδα του φιλοξενούμενου συνδικαλιστή, από την τσέπη του. Μετά έμαθα πως για να μοιραστούν τη ζημιά, ένας πλήρωσε τα μακαρόνια, άλλος τον κιμά, ο τρίτος τη φέτα, δεν έμοιαζε να ήταν κλεψίτυπη, δηλαδή ελληνική, ένας τέταρτος τη μπύρα. Ένας της παρέας χτύπησε παλαμάκια και είπε: «Γκαρσόν, μια κομπόστα ανάμεικτη, με ζουμί από όλα τα κουτιά». Ο φαλακρός σερβιτόρος, σαν άκουσε αυτά τα λόγια, τα πήρε στο κρανίο, πήγε στην κουζίνα και επέστρεψε χωρίς μουστάκι. Ή έτρεξε η καραμπογιά και το ξύρισε, ή ήταν ψεύτικο και το ξήλωσε από το θυμό του. Πάντως έδειχνε σοβαροφανής, μόνο όταν δεν πήρε φιλοδώρημα, μόρφασε κάπως. Συγκινήθηκα όμως με μια κυρία, η οποία έκλεψε κάτι μαρουλόφυλλα, από το μπαξέ του γείτονα του ΝΙΚΑ. Το έκανα, είπε, για να θωρακίσω τα παιδιά μου. Ως βραδύνους που είμαι, δεν κατάλαβα καλά, από ποιους ήθελε να τα θωρακίσει; Από τους Οστρογότθους, από τους Βησιγότθους, ή από τους Γότθους, γενικά; Διότι αν είναι έτσι, έχει καλώς. Επειδή τα παιδιά των άλλων ιθαγενών, δεν είναι παιδιά, είναι αποπαίδια, είναι παραπαίδια, τα ονομάζουν όμως παιδιά από μεγαλοψυχία, ή χάριν καλολογίας. 

Συνάντησα μάλιστα έναν μεγαλόψυχο χότζα (όχι τον Εμβέρ, τον άλλο του θρύλου, τον καλό, τον αστείο), στον οποίο κατάγγειλαν έναν κλέφτη που είχε κλέψει ογδόντα πέντε κατσικοπρόβατα, από ογδόντα και πάνω η ποινή ήταν θάνατος. Ο φιλάνθρωπος χότζας, για να μη λιγοστέψει το ποίμνιο των ανθρώπων, έγραψε στα χαρτιά ότι είχε γίνει κλοπή μόνο σε πέντε κατσικοπρόβατα, από τα οποία τα δυο ήταν στέρφα. Πρόσφερε ο κλέφτης πέντε υγιή και το πράγμα τακτοποιήθηκε κατά τον καλλίτερο τρόπο.

Δεν ξέρω αν με ξύπνησε ο ήχος της ρυθμιζόμενης με χρονοδιακόπτη καμπάνας, ή ο ήχος του γαλβανισμένου συρματόσχοινου, το βέβαιο είναι ότι ξύπνησα, έτσι τουλάχιστον νομίζω. Όλως περιέργως, ο κουβάς μου, με τα ψάρια και το θαλασσινό νερό που περιείχε, ήταν σχεδόν γεμάτος. Άδειασα το νερό, πήρα τα ψάρια μου, την πετονιά την είχα χάσει, ίσως από το πολύ τράβηγμα του θηρίου.

Ο μάντης Κάλφας, συνταξιούχος παπουτσής, μου είπε ότι το γαλβανισμένο συρματόσχοινο, είναι ο βασανισμένος λαός, που τον δέσανε στο κρεβάτι του Προκρούστη, το θηρίο είναι το χρέος. Ήταν και αγράμματος, που να είχε διαβάσει το «Ο γέρος και η θάλασσα». Κάποια άλλα πράγματα που είδα εκεί, πότε τα θυμάμαι – πότε μου ξεφεύγουν, αν δεν τα ξεχάσω εντελώς, αν ο καιρός το επιτρέψει, θα σας τα πω κάποια φορά.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Τέλος Σεπτέμβρη, στο καφενείο του χωριού με τον φίλο Κώστα, συμμαθητή στο σχολείο. Πάνω στον καφέ, συζητούσαμε για δουλειές.

Ότι πούλησα πούλησα, ότι δώρισα δώρισα, ότι κλέψατε κλέψατε. Φτάνει πια, το χαλάω το μποστάνι.

 Φθινόπωρο, πάμε για Χειμώνα.

Έχεις δίκιο, του είπα.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Χρόνια πολλά Δήμητρα. Χρόνια πολλά Δημήτρη. Χρόνια πολλά Θεσσαλονίκη. Ας το γιορτάσουμε, χωρίς μπαλωθιές.

ΕΦΤΑ ΠΕΠΛΑ

Αν δεις κάποιον, να περνάει από τη γειτονιά σου, καβάλα, σε κούφιο ξύλινο άλογο με τροχαλίες, ή σε σκούπα, να σπέρνει πεφτάστερα ή πυγολαμπίδες πασπαλισμένες με αστερόσκονη, μην με σκεφτείς, δεν θα είμαι εγώ.

Αν δεις κάποιον, με ένα λαγό ντυμένο με πετραχήλια αγκαλιά, μοιράζοντας χαμόγελα, να τάζει τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά και το ακριβό του τόξο, το πολύχρωμο. Τον κόσμο τούτο τον επάνω ή τον άλλο, φλεγόμενο παράδεισο, κόλαση δροσιάς, κόσμους άλλους, φανταστικούς κι’ ανύπαρκτους, ακόμα και στο δόλιο του το νου, να μην νοιαστείς, μην τρέξεις, δεν θα είμαι εγώ.

Αν δεις κάποιον με διθέσιο, στη γη ή στον αέρα, να κόβει βόλτες στη γειτονιά σου, μην με υπολογίζεις, δεν θα είμαι εγώ.

Αν δεις κάποιον με γκρίζα φόρμα της δουλειάς, μα ξασπρισμένη κάπως, με λαμπιρίζουσα τσάπα στον ώμο, να είσαι βέβαιη πως θα είμαι εγώ. Θα έρθω πάλι απρόσκλητος, στα ξαφνικά, να κατοικήσω στα λευκά όνειρα σου. Να πλουτίσω την αχανή έρημη αυλή σου, με τουλίπες λογιών – λογιών, καταγωγής και χρωμάτων. Να σε γλυκάνω με βότανα αρωματικά που θα φυτέψω, της μέντας, του θυμαριού, του δυόσμου, βασιλικού και γαρυφάλλου. Να αγκαλιάσω την παραμελημένη δίψα των βαθύσκιων δένδρων σου, να τα ποτίσω, να τα λιπάνω, να τα κλαδέψω. Μα να φυτέψω κι’ άλλα, για να πλουτίσουμε το βασίλειο μας, των πράσινων κελαϊδισμών. Τότε που θα βογκάει η αυλή σου, βαρυφορτωμένη, από ρόδα και ροδιές, σπουργίτια και αηδόνια. Ακολουθώντας τις γελαστές αμυγδαλιές, θα μπούνε στο χορό οι κερασιές, γεμάτες βόμβο μελισσών.

Τα εφτά πέπλα της αυγής,
θα ξετυλίξω ένα – ένα,
ώσπου να βρω
την αλήθεια του κορμιού σου,
γυμνή.
Θα σε λούσω με λεμονανθούς
και με αυτούς θα μεθύσουμε.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Σ’ αφήνω τώρα, κλείνω, γεια. Ετοιμάζουν καγκελόφραχτους ιππότες. Με αυτούς θα ακούνε πατριωτικούς παιάνες και θα γαληνεύει η ψυχή τους, των έμπορων ανθρώπινης σάρκας. Μηχανές που ξερνάνε θάνατο και καταπίνουν πίσσα.

Με κυνηγάει το απόσπασμα. Οι εξωγήινοι είναι ήδη εδώ. Τα βαμπίρ, λένε πως ήρθαν, να μας πιουν το αίμα. Θα μας κομματιάσουν πρώτα, μετά θα μας ανατάξουν, όσους από μας απομείνουν, τελικά…

Ένας … περιστρέφεται γύρω από το κεφάλι μου. Λες να είναι, από την καλοπέραση, από την ανία μου; Από την υποχρεωτικά εξαντλητική δίαιτα; Ή μήπως βλέπω αστεράκια; 

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων


Κοσμάς Ηλιάδης 

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα

Ξόδεψα
πολλή ζωή
να σ’ έχω.
Πόσες ζωές
να αναλώσω
για να σε
ξεχάσω;

Να γλιτώσω
την ψυχή μου
από τη θύμησή σου;

Βρέχει σιωπές
για κάποιους νύχτα
που να κρυφτώ
να μη σε βλέπω
να μη σ’ ακούω
να μη σε σκέφτομαι.

Να μην υπάρχω.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.
Ε ρε τι σου κάνει  μια οξεία, σε λάθος συλλαβή.  Είπα, αμήν και πότε; Είπε,  αμήν  και ποτέ!

Δεν μπορούμε να ζούμε με τις πληγές των άλλων. Ας φροντίσουμε τις δικές μας.

Απέχω εν πολλοίς. Σκέφτομαι. Μετά λέω: Άμα περιμένεις να διακριβώσεις ή να επιβεβαιώσεις την ύπαρξή σου,  μέσω  του φατσοβιβλίου, την έβαψες.

Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων

Κοσμάς Ηλιάδης


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.

Αρχίζουν τα οργώματα
ακολουθεί η σπορά
με άει και με μαλώματα;
Α, μπα! Τα ζώα μου αργά.

Άροτρο υνί
γυμνή γυνή
και ο σπορέας;
Πολέμαρχος Κορέας.


Επιλήσμων εκ παλαιόθεν

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Καλημέρα.


Μην ανησυχείς με τον καιρό
μην ψάχνεις το χρόνο
εκείνος ξέρει
εκείνος σε ξέρει
όπου και να πας θα σε βρει.


Επιλήσμων εκ παλαιόθεν
και αντιγραφέας εξ ιδίων