Τρίτη 31 Μαρτίου 2015



Καλημέρα.  Καλό μήνα. Προσοχή, μην σας γελάσουνε.


          ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ


           Εισέρχεται στο σπίτι σου, χωρίς να δώσει σημασία, στις παντόφλες που κρατάς στα χέρια σου, για να του τις δώσεις, να τις φορέσει, στρογγυλοκάθεται στο σαλόνι σου. Πριν προλάβεις να ρωτήσεις το λόγο της επίσκεψης, τι προτιμάει να του σερβίρεις, αποκαθηλώνει τις φωτογραφίες αγαπημένων σου προσώπων, τις αντικαθιστά με άλλες άσχετες, της αρεσκείας του. Αυτό κι’ αν είναι κατάχρηση φιλοξενίας.


          Φίλος εκ φιλοξενίας. Πες πως το χρονολόγιο σου, είναι κάτι δικό σου, σαν το σαλόνι του σπιτιού σου. Πες πως δεν το φροντίζεις όσο πρέπει, λόγω άγνοιας ή τεμπελιάς. Έχεις φίλους αρκετούς. Κάποιοι από αυτούς, θεωρούνται από μόνοι τους, δίχως να τους έχεις δώσει το δικαίωμα, περισσότερο «φίλοι» από τους άλλους.

          Με αυτό δικαίωμα υπό μάλης, μπαίνουν στο χρονολόγιό σου και αλωνίζουν. Ένας βάζει τη σημαία του ολυμπιακού, άλλος του παναθηναϊκού ή της ΑΕΚ. Με αυτά και με αυτά, συμβαίνει το εξής παράλογο:


          Το πρωί να εμφανίζομαι ως φίλαθλος ολυμπιακού, το απόγευμα ως φίλαθλος παναθηναϊκού, την άλλη μέρα το πρωί ως φίλαθλος Άνω Ραχούλας και το απόγευμα της ίδιας μέρας, ως φίλαθλος Κάτω Ραχούλας.

          Δεν γνωρίζω την τεχνολογία, που θα μου έδινε τη δυνατότητα, να στείλω όλους αυτούς, στην ομάδα που αγαπάνε. Για το λόγο αυτό, απευθύνω έκκληση:

          α) Κάποιος καλός φίλος, να σβήσει αυτά τα σήματα από το χρονολόγιό μου.

          β) Φίλοι και «φίλοι» αφήστε ήσυχο το χρονολόγιό μου. Αν δεν είστε κολλημένοι, μην ανεβάζετε άλλη φορά κάποιο  σήμα, της αγαπημένης σας ομάδας στο δικό μου χρονολόγιο.  Αφήστε το χρονολόγιό μου  στην ησυχία του.  Αγαπάω κάποια ομάδα. Αγαπάω την Σπίθα Κορομηλιάς. Εντάξει, μη μου πεις, τρέχα γύρευε. Ούτε να λαχανιάζεις, τρέχοντας, μήτε να κουράζεσαι, γυρεύοντας.  Για λόγους  δικαιοσύνης και αμοιβαιότητας,  ούτε το σήμα αυτής της ομάδας θέλω στο χρονολόγιό μου. Μην ψάχνετε για το σήμα, της Σπίθας Κορομηλιάς, δεν θα το βρείτε, πουθενά. Και το  τελευταίο, δεν είναι πρωταπριλιάτικο ψέμα. Αυτά.


Κοσμάς Ηλιάδης

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015



Καλημέρα.


          Συνέβησαν και άλλα πράγματα στο γυμνάσιο Κιλκίς. Εκτός από το Άμα τω ήρι αρχομένω σβόμπα γενομένω, είχαμε τις απαιτήσεις μας, για εκδρομή. Μόλις βλέπαμε ήλιο στον ουρανό, ζητούσαμε με μια φωνή, την εκδρομή  που μας χρωστούσαν, μετρούσαμε τις μέρες, βέβαια. Ο Γυμνασιάρχης ο Θάνος, εξαίρετος άνθρωπος, μας έκανε τη χάρη κάποια Τετάρτη.

          Σε μια χορτολειβαδική  έκταση στον κάμπο του Κιλκίς. Στα όρια του δημόσιου χώρου, ήταν ένα επίπεδο χωράφι με μπόλικο γρασίδι. Ακόμα δεν γνωρίζαμε τη λέξη ή  την ύπαρξη του γκαζόν. Εκεί στήσαμε τα τέρματα, παίζαμε ποδόσφαιρο. Στην άλλη άκρη του, ένας  ακορντεονίστας μαθητής, έπαιζε τα κύματα του Δούναβη. Από του πουθενά, ήρθε ένας μανιασμένος καβαλάρης. Κατέφτασε οργίλος σίφουνας,  παλιός αντάρτης, φωνάζοντας: Γ..μώ τη μουζίκα σου, βγείτε όλοι έξω από το χωράφι μου, πάρτε δρόμο εμπρός. Ειδοποίησε τον αγροφύλακα, η ζημία ήταν πάνω από εκατόν πενήντα δραχμές, ο εκπρόσωπος του νόμου την αποτίμησε σε ογδόντα έξι δραχμές. Ο ιδιοκτήτης του αγρού  περιόρισε  το ποσό στις ογδόντα δραχμές.

          Μαζέψαμε τα χρήματα δραχμή – δραχμή.  οι καθηγητές δεν το δέχτηκαν. Πλήρωσαν αυτοί, αντί για μας τη ζημιά.  Ο φόβος ήταν για την άλλη μέρα. Βγήκε αληθινός, που είσαι Μέρφι,  η Βουτυρά είπε: Για εκδρομές και για παρανομίες, είσαστε πρώτοι. Για μαθήματα, πέρα βρέχει.

Κοσμάς Ηλιάδης

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015



Καλημέρα.

Κάναμε και άλλα γλωσσικά πειράματα, στο γυμνάσιο Κιλκίς. Στη δεκαετία του εξήντα, το τραγούδι του Στέλιου Καζαντζίδη για την «κακούργα μετανάστευση», έκανε θραύση, ακούγονταν παντού, συνέχεια:

Στις φάμπρικες της Γερμανίας
και στου Βελγίου της στοές
πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν
και κλαίνε οι μάνες αχ μοναχές.

Κακούργα μετανάστευση …

Είχε βγάλει και ένα άλλο τραγούδι ο Στέλιος, όχι τόσο ονομαστό, θέμα του ο θάνατος:

Θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω,
θέλω να πεθάνω, για να μην πονώ …
Πήραμε, οι «αρχαιοκάπηλοι» συμμαθητές, τους στίχους του Βίρβου Δερβενιώτη, να τους μεταφράσουμε στην αρχαία ελληνική γλώσσα:

Βούλομαι τεθνάνε, βούλομαι τεθνάνε …
Άπαντα τα άλγη εμοί πεπτοκότα …

Κάποιοι άλλοι πιο απαιτητικοί, πιο προχωρημένοι,  δοκίμασαν την μεταφορά του άσματος στην αρχαία ιταλική, την Λατινική γλώσσα.

Mole omorivi, mole omorivi
mole omorivi

Μέρες  αξέχαστες λέμε τώρα. Η αλήθεια είναι πως απορώ με τον εαυτό μου. Μετά από τόσα χρόνια τα θυμάμαι.

Έτσι κυλούσαν οι μέρες, εκεί και τότε.


Κοσμάς  Ηλιάδης

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015



Καλημέρα. Καλή  εβδομάδα.

          ΣΠΟΜΠΑ ή ΣΒΟΜΠΑ;


          Τέτοια εποχή  στο γυμνάσιο Κιλκίς, κάναμε τις  σπόμπες ή  σβόμπες (κοπάνες) μας. Οι περισσότερες από αυτές, καταλήγανε στο άλσος, στο δασάκι του Αγίου Γεωργίου, λόγω αφραγκίας.  Τύχαινε μέρα που η μισή τάξη απουσίαζε. Άμα τω ήρι αρχομένω = Με την αρχή της άνοιξης. Έτσι αρχίζει την περιγραφή του Πελοποννησιακού πολέμου ο Θουκυδίδης. Εμείς το παραλλάξαμε, όχι θα το αφήναμε: Άμα τω ήρι αρχομένω, σβόμπα γενομένω. Ένας  μάλιστα έγραψε:


 Ξεφούσκωσε η μπάλα μου
πήγα να πάρω τρόμπα
κι’ η Βουτυρά ενόμισε
πως πάω να κάνω σπόμπα.


Η  Βουτυρά, φιλόλογος καθηγήτρια, σύζυγος στρατιωτικού, πολύ αυστηρή. Όλη η τάξη την έτρεμε.

Εσείς τι ψηφίζετε, σπόμπα ή σβόμπα;

Κοσμάς Ηλιάδης

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015



ΕΔΩ ΕΙΜΑΙ ΖΩΗ

          Τον έβλεπε, ο φαροφύλακας, για δεύτερη φορά απόψε. Αεικίνητο, να χειρονομεί, να μουντζώνει, να απειλεί, με φωνές,  με αρές. Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι’ αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι’ αγριεμένο κύμα. Μη θαρρείς πως τελειώσαμε, θα τα λέμε,  ξανά και ξανά. Εσύ με τη δύναμή σου, εγώ με τα  μπράτσα μου και το μυαλό μου.  Ώσπου να σε δαμάσω,  να με αφήσεις ήσυχο, για ώσπου να με αποτελειώσεις. Σκληρή, κακιά, μαργιόλα άτιμη, σκοτεινή,  πλανεύτρα κι’ άγρια σκύλα.
          Άγρια νύχτα, χειμερινή, κατράμι μαύρο, δεν έβλεπες τη μύτη σου. Κι’ η θάλασσα αγρίμι ανταριασμένο, να σηκώνει κύματα θεόρατα, να χτυπιέται με μανία στα βράχια, να τραβιέται μέσα, για να επιστρέψει ξετρελαμένη, ακούραστη.  
Πως μπόρεσε ο Αλέξης  να πιάσει κάβο, μεσάνυχτα και κάτι, πως κατάφερε να βρει πέρασμα, να ασφαλίσει τη σκούνα του, να βγει στη στεριά, τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος, μουσκεμένος αλάτι, ως το κόκκαλο, είναι ανεξήγητο. Θαύμα θα λέγανε πολλοί, αγράμματοι ή θεομπαίχτες. Εκείνος όχι, κάτεχε τους νόμους της ζωής, τις μαργιολιές της θάλασσας, που σε τραβάει βαθιά στον κόρφο της, εσύ γλυκαίνεσαι κι’ ακολουθείς. Έτσι δρα, έτσι θριαμβεύει, έτσι σε  αποτελειώνει.
          Τον βλέπει πάλι ξανά, άγρια νύχτα, αχάραχτα να χειρονομεί, να φωνασκεί και να χτυπιέται, πέρα δώθε. Άγριο κύμα κι’ αυτός, τρελό και μανιασμένο. Ανυπόταχτος, ίδιος  ως η θάλασσα, η ερωμένη του. Να παίζει, να χάνει το βιος του, μα να κρατάει με τα δόντια, να μην της παραδίνει την ψυχή του. Να κρατάει τη ζωή του, ακέρια, αλώβητη, για να αρχίσει πάλι, ξανά και ξανά, το παιχνίδι της ζωής, που είναι αχώριστο με  το παιχνίδι του θανάτου.
          Πήγε στο σπίτι του άλλαξε τα ρούχα του, φόρεσε χοντρά ζεστά, έριξε στην πλάτη του την γιορτινή μπατανία.  Είναι εδώ πάλι, όπως ο καμένος που αντικρίζει όχι με δέος, αλλά με μίσος την ύπουλη, την άχαρη φωτιά. Άχαρη φωτιά κι’ η θάλασσα, πόσα σπίτια έχει κάψει; Μ’ αυτό το σαπιοκάραβο, πάντρεψε δυο αδελφές, απόκτησε φαμίλια, τέσσερα παιδιά, τα δυο κορίτσι κι’ ένα όνομα σεβαστό. Πριν είχε χάσει άλλα δυο γερά σκαριά, μα σαν διδάχθηκε τις τρικλοποδιές της, δυνάμωσε το μέσα του, πείσμωσε, δεν θα με νικήσεις θάλασσα, είπε και το έκανε πράξη. Τέτοια χειμωνιάτικη νύχτα, πήγε πάλι να τον αποτελειώσει, δίχως να το πετύχει η μαργιόλα. Συνταξιούχος, δεν άραξε με τους απόμαχους της δουλειάς. Άμα πεθάνω στη στεριά, κάηκα, έτσι έλεγε. Εδώ είμαι ζωή και θάλασσα κι’ αρμύρα. Εδώ είμαι θάλασσα κι’ αγριεμένο κύμα.


Κοσμάς Ηλιάδης